Αναζήτηση σε αυτό το ιστολόγιο

Γλώσσα

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2012

Ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας


Ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε το 329 ή 330 στην Καισάρεια της Καππαδοκίας σε οικογένεια πλούσιων γαιοκτημόνων ως δεύτερο τέκνο, το οποίο ακολούθησαν επτά, από τα οποία δύο έγιναν επίσκοποι, δηλαδή ο Γρηγόριος Νύσσης και ο Πέτρος Σεβαστείας. Ο πατέρας του, Βασίλειος και αυτός, ήταν αξιόλογος ρητοροδιδάσκαλος στην Νεοκαισάρεια του Πόντου και η μητέρα του, Εμμέλεια, προερχόταν από σπουδαία οικογένεια Καισαρέων, που διέπρεπε στα γράμματα και τα πολιτικοστρατιωτικά αξιώματα. Αμέσως μετά την γέννησή του ο Βασίλειος μεταφέρθηκε στα Άννησα του Πόντου, όπου μεγάλωσε με την επίβλεψη της μητέρας του και της γιαγιάς του Μακρίνας, η οποία τον μύησε στην ευσέβεια και την Παράδοση της Εκκλησίας.
Τα πρώτα γράμματα έμαθε (335/7) από τον πατέρα του στην Νεοκαισάρεια. Το 341/3 ήρθε στην Καισάρεια για την εγκύκλια μόρφωση, όπου γνώρισε τον Γρηγόριο Θεολόγο, και περί το 346/7 ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη για συμπλήρωση των σπουδών του. Ίσως μάλιστα έμεινε λίγο και στην Νικομήδεια, για ν’ ακούσει τον περίφημο ρητοροδιδάσκαλο Λιβάνιο.


Η αγάπη του για την παιδεία τον οδήγησε στην Αθήνα (350), όπου έμεινε μέχρι το 355/6  σπουδάζοντας ό,τι καλύτερο μπορούσε να δώσει ο Δ΄ αι. σ’ έναν νέο με βαθιά δίψα για γνώση και τεράστια ικανότητα προς αφομοίωση. Μεταξύ άλλων άκουσε τους περίφημους Ιμέριο και Προαιρέσιο, ο τελευταίος των οποίων υπήρξε χριστιανός-Καππαδόκης. Οι σπουδές του είχαν μεγάλο εύρος, περιλάμβαναν ακόμη και ιατρική. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα, βρέθηκε μεταξύ των προτροπών της αδελφής του Μακρίνας να γίνει μοναχός και των πιέσεων φίλων του να εργαστεί ως ρήτορας και δάσκαλος της ρητορικής. Ικανοποίησε στην Καισάρεια τους φίλους του, διδάσκοντας ρητορική και συνηγορώντας ίσως στα δικαστήρια, για το διάστημα μέχρι την άνοιξη του 357. Τότε ταξίδεψε στην Ανατολή (Συρία, Μεσοποταμία, Αίγυπτο, Παλαιστίνη), για να πραγματώσει και την δεύτερή του μαθητεία και σπουδή, στους ασκητές και στους ερημίτες αυτή τη φορά. Λίγο πριν το 358 επανήλθε στην Καισάρεια. Βαπτίστηκε, γνώρισε καλύτερα τις μοναστικές κοινότητες του Ευσταθίου Σεβαστείας και συνέταξε την πρώτη γνωστή Επιστολή του (Προς Ευστάθιον), ενώ άρχισε σιγά-σιγά να γράφει τα ασκητικά του κείμενα. Στο τέλος ακριβώς του 359 ή αρχές Ιανουαρίου του 360 συνόδεψε τον Διάνιο Καισαρείας στην σύνοδο, που έγινε στις αρχές του έτους στην Κωνσταντινούπολη, όπου συναντήθηκε και με τον Ευνόμιο. Επέστρεψε απογοητευμένος. Την άνοιξη επέλεξε ασκητήριο στον Πόντο, κοντά στον Ίρι ποταμό, όπου εγκαταστάθηκε το καλοκαίρι, αφού είχε ήδη χαρίσει και τυπικά την απέραντη κτηματική περιουσία του. Στο ασκητήριο τον επισκέφτηκε ο Γρηγόριος  Θεολόγος και έμεινε μαζί του σχεδόν ένα χρόνο.
Το 362 πήγε στην Καισάρεια για τον θάνατο του Διανίου. Τότε ο νέος επίσκοπος Καισαρείας Ευσέβιος τον χειροτόνησε, παρά την θέλησή του, πρεσβύτερο, λίγο μετά το Πάσχα. Γρήγορα όμως (τέλος 362 ή αρχές 363) ο Βασίλειος παρεξηγήθηκε από τον Ευσέβιο και επανήλθε στο ασκητήριο, μη συμφωνήσας με τους μοναχούς, που τον προέτρεπαν να προχωρήσει σε σχίσμα. Εκεί εργάστηκε για την οργάνωση μοναστικών κοινοτήτων, για την καθοδήγηση νέων που τον επισκέπτονταν, για την σύνταξη επιστολών, για τον εμπλουτισμό των «Ασκητικών» του και προπαντός για την σύνθεση (364) του σπουδαίου θεολογικού του έργου «Κατά Ευνομίου», με το οποίο κυριολεκτικά έθετε τις βάσεις της καππαδοκικής θεολογίας.
Προς το τέλος του 364 ο Βασίλειος επέστρεψε στην Καισάρεια με πρόσκληση του Ευσεβίου, που του ανέθεσε την διεύθυνση των πραγμάτων της μητροπόλεως και την άμυνα της ορθοδοξίας. Το έργο του ήταν εξαιρετικά δύσκολο, σε μια εποχή μάλιστα, κατά την οποία η Αλεξάνδρεια και η Καισάρεια ήταν οι μοναδικές δυναμικές νησίδες ορθοδοξίας. Η φήμη του Βασιλείου ξεπέρασε γρήγορα τα σύνορα της Καππαδοκίας και της Μικρασίας. Σ’ αυτό συνετέλεσε όχι μόνο το θεολογικοκηρυκτικό του έργο («Ομιλίαι εις την Εξαήμερον» κ.α.), η συμβολή του στην διαμόρφωση της Θ. Λειτουργίας, της ακολουθίας του Όρθρου και η διοργάνωση του μοναχισμού, αλλά και η τεράστια επιτυχία του στο κοινωνικό έργο που ανέλαβε, όταν ο φοβερός λιμός του 368/9 σκόρπιζε τον θάνατο στους περισσότερο πτωχούς της Καισάρειας. Οργάνωσε την περίθαλψη των αρρώστων και των πτωχών, λειτούργησε συσσίτια για τους παραπάνω και μάλιστα για τα παιδιά.
Η αυστηρή άσκηση, η υπερβολική και αδιάκοπη εργασία και το προσβλημένο συκώτι του θα τον φέρουν έκτοτε πολλές φορές στο χείλος του θανάτου.
Το 370 πέθανε ο Ευσέβιος Καισαρείας. Ο Βασίλειος ήταν πάλι άρρωστος, αλλά έκρινε ότι όφειλε να εργαστεί για να εκλεγεί μητροπολίτης Καισαρείας. Ο Γρηγόριος Θεολόγος τον απέτρεψε, αλλά εκείνος επέμενε και με την βοήθεια του γερο-Γρηγορίου Ναζιανζού, του Ευσεβίου Σαμοσάτων και λίγων ακόμη ορθοδόξων εκλέχτηκε μητροπολίτης, κατά τον Σεπτέμβριο μάλλον, παρά το αρνητικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί γι’ αυτόν. Την άσκηση των καθηκόντων του ως μητροπολίτης άρχισε με δυσμενείς συνθήκες. Στην αρχή, οι αντίπαλοί του χωροεπίσκοποι και όσοι λίγο-πολύ αρειάνιζαν δεν τον αναγνώριζαν, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλαν ο Ευσέβιος Σαμοσάτων και ο Γρηγόριος Νανζιανζού.
Μόλις τακτοποίησε κάπως τα της μητροπόλεώς του, στράφηκε το 371 στην αντιμετώπιση των γενικότερων θεμάτων της Εκκλησίας και μάλιστα προσπάθησε να λύσει το περίφημο αντιοχειανό σχίσμα, που κρατούσε διηρημένους τους ορθοδόξους. Απευθύνθηκε, λοιπόν, στην Αντιόχεια και στους δυτικούς με γράμματα και απεσταλμένους, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το έτος αυτό, κι ενώ προσπαθούσε να απαντήσει στους αδίστακτους συκοφάντες του, δέχτηκε τις πιο φοβερές πιέσεις και απειλές από τον αυτοκράτορα Ουάλη, ο οποίος επιδίωκε αναγνώριση της φιλοαρειανικής πολιτικής του. Μετά τα μέσα Δεκεμβρίου, μάλιστα, έφτασε στην Καισάρεια ο έπαρχος Μόδεστος (που είχε υποτάξει σχεδόν όλες τις μικρασιατικές Εκκλησίες στον αρειανισμό) και κάλεσε με σκαιότητα τον Βασίλειο να αλλάξει πολιτική, απειλώντας τον με δήμευση της περιουσίας του (που δεν είχε) και με θάνατο. Από την συνάντηση Μοδέστου και Βασιλείου διασώθηκε ο περίφημος και μνημειώδης για την ιστορία της Εκκλησίας διάλογός τους, τον οποίο γνωρίζουμε από τον Γρηγόριο Θεολόγο.
Ο Βασίλειος τότε φανέρωσε όλο το μεγαλείο του, αλλά οι εχθροί του δεν απογοητεύτηκαν. Τα Θεοφάνεια του 372 ο Ουάλης μπήκε στον ναό στον οποίο λειτουργούσε ο Βασίλειος με δώρα, που ο Βασίλειος δέχτηκε, όπως δέχτηκε στο ιερό και τον ίδιο τον κακόδοξο αυτοκράτορα. Λίγο μετά όμως ο Ουάλης θέλησε να εξορίσει τον Βασίλειο. Η απόφαση δεν εκτελέστηκε, γιατί στο μεταξύ ο Βασίλειος προσευχήθηκε για την σωτηρία του μικρού Γαλάτη, γιου του Ουάλη. Όταν αργότερα ο Γαλάτης πέθανε, ο Ουάλης πάλι πείστηκε από τους αρειανόφρονες αυλικούς του να υπογράψει την εξορία του Βασιλείου, αλλά στο χέρι του έσπασαν διαδοχικά τρεις «κάλαμοι», με τους οποίους θα υπέγραφε το διάταγμα. Τότε ο Ουάλης, αντί να εξορίσει τον Βασίλειο, έθεσε στην διάθεσή του κτήματα χάριν των λεπρών που φρόντιζε ο Βασίλειος.
Την άνοιξη του 372 αύξησε την πολύπλευρη δραστηριότητά του. Έτσι, παρ’ όλες τις δυσκολίες, άρχισε την ανοικοδόμηση της περίφημης Βασιλειάδας, συγκροτήματος ευαγών ιδρυμάτων. Ο ίδιος βρισκόταν πολύ συχνά στο εργοτάξιο. Το ενδιαφέρον του για τα ευρύτερα κοινωνικά προβλήματα του λαού αποδεικνύεται από επιστολές του της εποχής (π.χ. Επιστολές 104, 110, 84, 86, 107-109), σύμφωνα με τις οποίες προσπαθούσε να λύσει προβλήματα εργαζομένων στα ορυχεία του Ταύρου, ιερέων, ορφανών, αδικημένων, συγγενών και συμπατριωτών του.
Παράλληλα, εργάστηκε για τα γενικότερα προβλήματα της Εκκλησίας. Συνέχισε τις προσπάθειές του για τα γενικότερα προβλήματα της Εκκλησίας και της μητροπόλεώς του. Τότε πρότεινε και τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν οι εγγύς της Ορθοδοξίας να ενώνονται με τους ορθοδόξους: να ομολογούν το Σύμβολο Νικαίας με την προσθήκη ότι το Άγιο Πνεύμα δεν είναι κτίσμα (Επιστολές 103-104).
Τέλος Μαΐου (πιθανότατα) ο Ουάλης ανέθεσε στον Βασίλειο την λύση εκκλησιαστικών προβλημάτων στην Μικρή Αρμενία, που ανέκαθεν είχε κάποια εξάρτηση εκκλησιαστική από την Καισάρεια. Ο Βασίλειος ξεκίνησε για την Σεβάστεια, υπολογίζοντας στην βοήθεια του μητροπολίτη Νικοπόλεως Θεοδότου και στην ηθική συμπαράσταση του εξόριστου στα Γήτασα Μελετίου Αντιοχείας. Ο Θεόδοτος όμως από την μια μεριά και ο Ευστάθιος Σεβαστείας από την άλλη μετέτρεψαν την αποστολή του σε μαρτύριο.
Το φθινόπωρο κατηγορήθηκε από ένα μοναχό ότι δεν φρονεί ορθά περί του αγίου Πνεύματος. Η κατηγορία κυκλοφόρησε πολύ στην Ναζιανζό. Ο Γρηγόριος Θεολόγος ήλθε στην Καισάρεια και, καθώς πληροφορεί, άκουσε από το στόμα του Βασιλείου ότι το άγιο Πνεύμα είναι Θεός. Συμφώνησαν όμως, για λόγους τακτικής, να εφαρμοστεί «οικονομία» και να μη διαδηλώνει ο Βασίλειος την αλήθεια αυτή, αποβλέποντας στην προσέλκυση των ομοιουσιανών. Και πράγματι την ίδια εποχή ή στις αρχές του 373, προς στιγμή, έπεισε τον ομοιουσιανό Ευστάθιο Σεβαστείας να υπογράψει ορθόδοξη ομολογία, την οποία όμως αργότερα ο τελευταίος αρνήθηκε, υπακούοντας στους πολλούς και κακόβουλους οπαδούς του.
Στις αρχές του 373 έπεισαν πάλι τον Ουάλη να εξορίσει τον Βασίλειο. Την εκτέλεση όμως της αποφάσεως ματαίωσε πρόσωπο της αυλής. Περιμένοντας την εξορία του, ο Βασίλειος εργαζόταν για την ενότητα της όλης Εκκλησίας και την συνεννόηση με τους ευσταθιανούς-ομοιουσιανούς. Τότε οι τελευταίοι κυκλοφόρησαν ευρύτατα δύο κείμενα. Το ένα επιγραφόταν «Ρήματα αιρετικών» και περιείχε κακοδοξίες του Απολιναρίου και του Σαβελλίου. Το άλλο επιχειρούσε την αναίρεση του Απολιναρίου. Το πρώτο κυκλοφορούσε ανώνυμα και άφηναν να νοηθεί ότι ανήκε στον Βασίλειο. Στο δεύτερο κατηγορούσαν τον Βασίλειο ότι συμμεριζόταν τις απόψεις του Απολιναρίου, με τον οποίο τάχα βρισκόταν σε αλληλογραφία, ενώ αλήθεια ήταν μόνο ότι ο Βασίλειος είχε γράψει πριν 17 χρόνια ένα μη θεολογικό γράμμα στον Απολινάριο, όταν  ακόμα και οι δύο ήταν λαϊκοί.
Τον Ιούνιο του 373 αρρώστησε τόσο βαριά, που κυριολεκτικά έζησε για κάμποσο διάστημα μεταξύ ζωής και θανάτου. Τέλος Ιουλίου τον μετέφεραν κάπου για θερμά λουτρά, όπου έμενε ολόκληρο μήνα. Τον Σεπτέμβριο είχε συνέλθει κάπως και μπορούσε να συζητήσει με τον απεσταλμένο από την Δύση Ευάγριο, που όμως δεν έφερνε ευχάριστα νέα. Οι δυτικοί δεν βρήκαν ικανοποιητικά τα προς αυτούς γράμματα του Βασιλείου και ζητούσαν να τους δώσει και άλλες εξηγήσεις, οι οποίες να τεθούν ως βάση προς άρση του αντιοχειανού σχίσματος.
Μετά την κοίμηση του Αθανασίου (2.5.373) όλες πλέον οι τοπικές Εκκλησίες Ανατολής και Δύσεως, είτε συμφωνούσαν είτε διαφωνούσαν με τον Βασίλειο ένιωθαν ότι χωρίς αυτόν δεν μπορούσε να γίνει κάτι μόνιμο και σοβαρό. Γι’ αυτό και όλες είχαν θετικά ή αρνητικά στραμμένη την προσοχή τους στην Καισάρεια, από τον επίσκοπο της οποίας πολλές ζητούσαν βοήθεια ή και επέμβαση στα εσωτερικά τους, όπως π.χ. συνέβαινε με διάφορες μικρασιατικές Εκκλησίες. Ήδη ο Βασίλειος είχε γίνει η κατ’ εξοχήν κεφαλή της Εκκλησίας (όπως παλαιότερα ο Αθανάσιος), ο γνησιότερος εκφραστής της Παραδόσεώς της.
Το 374 συνέχισε όλες τις δραστηριότητές του. Χειροτόνησε μάλιστα επίσκοπο Ικονίου τον μαθητή του Αμφιλόχιο, με ερωτήσεις του οποίου άρχισε την σύνταξη κανόνων, λίγους μήνες μετά. Το Πάσχα αρρώστησε πάλι βαριά. Πυρετοί υψηλοί, συκώτι, νεφρά, κοιλιακές διαταραχές κ.α. του αφαιρούσαν κάθε δύναμη. Μια παρηγοριά ήταν τότε οι επιστολές του Ασχολίου Θεσσαλονίκης, μέσω του οποίου διηύρυνε την επιρροή του στον ελλαδικό χώρο. Στις 5 Σεπτεμβρίου έγινε ο εγκαινιασμός του συγκροτήματος της Βασιλειάδας. Όσο αυξάνει το κύρος του Βασιλείου, τόσο οι εχθροί του τον πολεμούν. Οργάνωσαν μάλιστα τόση τρομοκρατία στους πιστούς, ώστε και οι συμπατριώτες του Νεοκαισαρείς να αποφεύγουν να τον χαιρετίσουν, για να μην υποστούν συνέπειες από τους κρατούντες, που επηρεάζονταν από επισκόπους αρειανόφρονες και μάλιστα ευσταθιανούς. Όλο το φθινόπωρο προσπάθησε με συνάξεις επισκόπων και συμμετοχή σε συνόδους ν’ αντιδράσει στην κατάσταση αυτή.
Παράλληλα ο νέος βικάριος Πόντου, ο Δημοσθένης, δυσχέραινε πολύ το έργο του Βασιλείου ως μητροπολίτης. Παρ’ όλα αυτά ο Βασίλειος την άνοιξη τελείωσε ένα από τα σπουδαιότερα έργα του κι ένα από τα σημαντικότερα της εκκλησιαστικής γραμματείας, το «Περί του Αγίου Πνεύματος».
Την ίδια εποχή ή το καλοκαίρι (375) ανανέωσε το εγχείρημα να πείσει τους Δυτικούς γενικά και τους ιταλούς και γάλλους επισκόπους ειδικά. Ζητούσε από αυτούς να κατανοήσουν την εκκλησιαστική κατάσταση της Ανατολής, να δουν ποιοι ορθοδοξούν και να συμβάλουν στη λύση των προβλημάτων, αφ’ ενός με σύγκληση συνόδου και αφ’ ετέρου με επέμβαση στην Αντιόχεια υπέρ του Μελετίου. Το καλοκαίρι πέρασε κρίση της πολύπλευρης αρρώστιας του. Επικοινωνούσε όμως με τις Εκκλησίες, στέλνοντας και παίρνοντας γράμματα. Τότε έγραψε μία έξοχη Επιστολή(204) προς τους συμπατριώτες του Νεοκαισαρείς, προς τους οποίους, μεταξύ άλλων, εξέφρασε με ιερή τόλμη την βαθιά του αυτοσυνειδησία, ότι όποιος δεν επικοινωνεί μαζί τους αποκόπτει τον εαυτό του από την Εκκλησία.
Τέλος 375 ή αρχές 376, όταν ο Ουάλης βρισκόταν στην Αντιόχεια, οι κακόδοξοι κινήθηκαν δραστήρια κατά του Βασιλείου, τον οποίο ειδοποίησαν ότι έπρεπε να περιμένει να κληθεί σε απολογία ενώπιον του αυτοκράτορα. Φίλοι του συνέστησαν να ζητήσει μόνος τους να δώσει εξηγήσεις στον Ουάλη. Δεν το έκανε και ο Ουάλης υποχώρησε.
Τον Ιανουάριο του 376 άφησε την τελευταία του αναλαμπή ως μεγάλος θεολόγος: αντιμετώπισε το πρόβλημα της γνώσεως του Θεού, υπογραμμίζοντας, για πρώτη φορά με τόση σαφήνεια, ότι ο άνθρωπος γνωρίζει τις ενέργειες και όχι την ουσία του Θεού.
Λίγο πριν από το Πάσχα φάνηκαν οι καρποί της τακτικής και της θεολογίας του. Από την Ρώμη επέστρεψαν οι απεσταλμένοι του Δωρόθεος και Σαγκτήσιμος, φέρνοντας επιτέλους κείμενο του Ρώμης Δαμάσου, στο οποίο έλειπε η παλιά του κακόδοξη διατύπωση (ταύτιση φύσεως και υποστάσεων των θείων προσώπων). Από την στιγμή αυτή όλα εξομαλύνονται.
Μετά το Πάσχα εφοδιάζει τον Σαγκτήσιμο με γράμματα και τον αποστέλλει με οδηγίες στην Αντιόχεια και άλλες πόλεις της Ανατολής, από τους επισκόπους των οποίων ζητούσε σύμφωνη γνώμη, για να προωθήσει τα σχέδιά του προς  σύγκληση μεγάλης συνόδου, η οποία όμως συνήλθε 10 περίπου μήνες μετά την κοίμησή του. Παράλληλα, ο βικάριος Δημοσθένης είχε εκτραχυνθεί. Κατέφυγε σε διωγμούς και βιαιοπραγίες σε βάρος κληρικών που ακολουθούσαν τον Βασίλειος, συγκαλούσε παράνομες συνόδους και προέβαινε σε κάθε είδους πράξη, που θα ταπείνωνε και θα εξασθενούσε τον Βασίλειο, ελπίζοντας έτσι ότι θα τον κάμψει.
Ο χειμώνας του 376/7 και η μεγάλη σωματική του αδυναμία των ανάγκασαν να μείνει έγκλειστος. Μπορούσε όμως να θεολογεί. Έτσι, μολονότι προσπάθησε να το αποφύγει, απάντησε στα χριστολογικά προβλήματα που έθεταν οι κακοδοξίες του Απολιναρίου, έγραψε στον Διόδωρο Ταρσού περί του πώς πρέπει να συντάσσει ο χριστιανός ένα βιβλίο, μεσολάβησε στην ειρήνευση μοναχών στην Παλαιστίνη, με παράκληση του Επιφανίου Σαλαμίνας Κύπρου.
Αρχές της ανοίξεως έγραψε την περίφημη Επιστολή 263 προς τους Δυτικούς, στην οποία πρότεινε μεταξύ άλλων την καταδίκη των Απολιναρίου, Ευσταθίου Σεβαστείας και Παυλίνου (του τελευταίου οπαδού του Μαρκέλλου Αγκύρας), των οποίων ανέλυε τις κακοδοξίες. Η Δύση όμως δεν ήταν έτοιμη για κάτι τέτοιο. Ο Δάμασος μάλιστα Ρώμης, πριν λήξει το 377, κάλεσε σύνοδο και αναγνώρισε την πέτρα σκανδάλου της Ανατολής, τον Παυλίνο, ως κανονικό επίσκοπο Αντιοχείας. Αυτό αποτέλεσε φοβερό πλήγμα για τον Βασίλειο και επιδείνωσε την ήδη κακή κατάσταση της υγείας του. Τον χειμώνα του 377/ 8 ήταν πάλι άρρωστος και γι᾽ αυτό έγκλειστος. Επικοινωνούσε μόνο με επιστολές, τι οποίες τώρα έγραφε κυρίως για να πείσει τους διστάζοντες και τους αντιτιθέμενους να δεχτούν τις θεολογικές του θέσεις και την εκκλησιαστική του τακτική, με σκοπό να ομονοήσουν οι ορθοφρονούντες.
Οι εχθροί του, κρατικοί κι εκκλησιαστικοί, συνέχισαν εντονότερα τον εναντίον του πόλεμο, ενώ εκείνος εξασθενούσε όλο και περισσότερο σωματικά. Μπορούσε να κινείται λίγο, στην πόλη της Καισάρειας μόνο. Τον Αύγουστο πέθανε ο Ουάλης. Αλλά και το τέλος του Β. πλησίαζε. Τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο έμεινε κλινήρης. Στο τέλος ακριβώς του Δεκεμβρίου, αφού χειροθέτησε τους συνεχιστές του ποιμαντικού του έργου, ψέλλισε τους λόγους «εις χείρας σου παραθήσομαι το πνεύμα μου» και αναπαύτηκε. Το γεγονός συγκλόνισε τον χριστιανικό κόσμο. Την 1η Ιανουαρίου 379 κηδεύτηκε με πρωτοφανείς εκδηλώσεις σεβασμού και τιμής από εχθρούς και φίλους. Την ίδια ημέρα η Εκκλησία τιμά την μνήμη του.
Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος , Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών στο τομέα της πατρολογίας
Πηγή: Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία. Ο τέταρτος αιώνας (Ανατολή και Δύση), τ. Β΄, Αθήνα 1990, σσ. 389-394.