Αναζήτηση σε αυτό το ιστολόγιο

Γλώσσα

Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

Αποτέφρωση...." ..ἔμπρακτη ἀπαξίωση τῆς ἱερό­τητος τοῦ ἀνθρώπινου σώματος καὶ τοῦ κατ’ εἰκό­να Θεοῦ πλασμένου ἀνθρώπου....."

ΑΠΟΤΕΦΡΩΣΗ ΝΕΚΡΩΝ
Πρόκληση ποιμαντικῆς εὐθύνης καὶ μαρτυρίας
Μητροπολίτου Μεσογαίας & Λαυρεωτικῆς Νικολάου
Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
11 Mαΐου 2010

Αποτέλεσμα εικόνας για μεσογαίας νικόλαος
Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι ἀρχιερεῖς,

Θὰ ἤθελα, ἐν πρώτοις, πολὺ νὰ εὐχαριστήσω τὴν Ἱερὰ Σύνοδο γιὰ τὴν τιμὴ αὐτῆς τῆς ὁμιλίας στὴν παροῦσα συνεδρία τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἡ δυνατότητα νὰ ἐκφέρει κανείς ἐνώπιον τοῦ ἀνωτάτου συνο­δικοῦ ὀργάνου τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας μας λόγο καὶ νὰ καταθέσει τὶς σκέ­ψεις του μέσα σὲ μιὰ τόσο κρίσιμη γιὰ τὴν πορεία τῆς ἀνθρωπότητος καὶ τὴ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας μας χρονικὴ στιγμή, μάλιστα πάνω σὲ ἕνα θέμα ποὺ φαίνεται νὰ ἐπι­κεντρώνει τὴν πρακτικὴ ἔκφρα­ση τῆς πίστεως καὶ τῆς εὐλα­βείας ἀφ’ ἑνὸς καὶ τὴν ὅπως ἐπιχειρεῖται ἀπὸ τὴ σύγχρονη ἐκκοσμικευ­μέ­νη ἀντι­διαλεκτικὴ σκέψη, μὲ τὸ ἐργαλεῖο τοῦ ὀρθοῦ λόγου καὶ τῆς ἀμφι­σβή­τη­σης, ἔμπρακτη ἀπαξίωση τῆς ἱερό­τητος τοῦ ἀνθρώπινου σώματος καὶ τοῦ κατ’ εἰκό­να Θεοῦ πλασμένου ἀνθρώπου ἀφ’ ἑτέρου εἶναι καὶ τιμή, εἶναι ὅμως καὶ εὐθύνη.

Α. Περιγραφὴ τοῦ προβλήματος σήμερα
Μετὰ ἀπὸ μακροχρόνιες προσπάθειες, τὴν 1η Μαρτίου 2006, ἡ Ἑλλη­νι­κὴ Κυβέρνηση ἔκανε δεκτὴ τροπολογία 10 βουλευτῶν διακομματικῆς ὑπο­στή­ριξης, ἡ ὁποία παρέχει τὴ δυνατότητα τῆς μεταθανάτιας ἀποτέφρωσης τῶν νεκρῶν στὴν Ἑλλάδα (Ἄρθρο 35, ΦΕΚ 57, Τεῦχ. Α΄ 15.3.2006), μὲ τὴν προ­ϋπό­θεση ὅτι κάτι τέτοιο εἶναι συμβατὸ μὲ τὶς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.
Τὸν περασμένο Μάρτιο ἐξεδόθη καὶ τὸ ὑπ’ ἀριθμ. 31/2009  (ΦΕΚ 49/Α` /23.3.2009) Προεδρικὸ Διάταγμα ποὺ περιλαμβάνει τὶς «προϋποθέσεις καθο­ρι­σμοῦ τῶν χώρων δημιουργίας Κέντρων Ἀποτέφρωσης Νεκρῶν», ὅπως καὶ τοὺς «ὅρους, τὸν ἔλεγχο τῆς λειτουργίας τους καὶ εἰδικότερες προϋπο­θέσεις», τὴ δια­χείριση τῆς τέφρας κ.λπ.
Μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες, τὸν παρελθόντα Ἰούλιο, ὑπογράφηκε κοινὴ Ὑπουρ­γικὴ ἀπόφαση μὲ σχετικὲς τροποποιήσεις (Υ.Α. οικ. 141270/2009  (ΦΕΚ 1411/Β`/15.7.2009).
Κατόπιν τούτων, ἡ δυνατότητα ἀποτεφρώσεως τῶν νεκρῶν στὴ χώρα μας ἔχει πλέον θεσμικὰ κατοχυρωθεῖ καὶ ἤδη ὁ δρόμος γιὰ τὴν κατα­σκευὴ τῶν πρώ­των ἀποτεφρωτήρων ἔχει ἀνοίξει. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ νόμου προϋποθέτει τὴ συμβατότητα τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων, πολὺ σύντομα, ἡ Ἐκ­κλησία μας θὰ συναντήσει τὸ πρόβλημα στὴν πράξη καὶ συναφῆ μὲ αὐτὸ ἐρω­τήματα καὶ διλήμ­ματα θὰ μᾶς ἀπασχολήσουν. Ὑπὸ αὐτὴν τὴν ἔν­νοια, τὸ ἐνδι­αφέρον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου εἶναι καὶ ἐπίκαιρο καὶ δικαιολο­γη­μένο καὶ συνετό.


Β. Ἱστορικὸ στὴν Ἑλλάδα
Στὴ σύγχρονη Ἑλλάδα, τὸ θέμα πρωτοεμφανίσθηκε τὸ 1943 μὲ τὴν προσ­πάθεια ἱδρύσεως σωματείου μὲ τὴν ὀνομασία «Ἑταιρία πρὸς διάδοσιν τῆς καύ­σεως τῶν νεκρῶν», ἡ ὁποία ὅμως ἀπέτυχε λόγῳ ἀπορρίψεως τοῦ σχετικοῦ αἰτήματος ἀπὸ τὸ Πρωτοδικεῖο Ἀθηνῶν. Μετὰ τρία χρόνια συνεστήθη ἡ λεγό­­μενη «Ἐπιστημονικὴ Ἑταιρία πρὸς μελέτην τῶν διαφόρων συστημάτων τῆς μετα­χειρίσεως τῶν νεκρῶν». Λίγο ἀργότερα ὁ διάσημος μουσουργὸς Δημή­­­τρης Μητρό­πουλος ζήτησε νὰ καεῖ μετὰ θάνατον τὸ σῶμα του, πράγμα ποὺ προκάλεσε μεγάλη ἀναστάτωση, ὁδήγησε στὴν κυκλοφορία τοῦ προπα­γανδίζοντος τὴν ἰδέα βιβλίου τοῦ ἰατροῦ Δημητρίου Θεοδωρίδου «Ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν» καὶ τέλος στὴ συζήτηση τοῦ θέματος ὑπὸ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατὰ τὴν 106η περίοδό της, τὸ 1961.
Σύνοψις ὅλων αὐτῶν παρουσιάζεται στὴν πολὺ ἐνδιαφέρουσα μελέτη τοῦ Μητροπολίτου Κυθήρων Μελετίου Γαλανοπούλου τὸ ἑπόμενο ἔτος μὲ τὸν τίτλο: «Διατί ταφὴ καὶ ὄχι καῦσις τῶν νεκρῶν;»

Γ. Προφάσεις καὶ ἐπιχειρήματα
Μὲ βάση καὶ τὰ ἀρνητικὰ ἐρεθίσματα ποὺ δημιουργεῖ ἡ ἄσχημη σήμερα πρα­γματικότητα τῆς κηδείας καὶ τῆς ταφῆς, τὰ ἐπιχειρήματα ποὺ ἐπιστρα­τεύ­ονται στὴν ὑπεράσπιση τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν ἀπὸ διάφορους πολιτι­κούς, φιλοσό­φους καὶ καλλιτέχνες εἶναι κατὰ βάσιν τὰ ἑξῆς:

α. Ἔλλειψη χώρου
Τὸ πρῶτο ἐπιχείρημα εἶναι ἡ ἔλλειψη χώρου. Αὐτὸ ἰσχύει κυρίως γιὰ τὴν Ἀθήνα καὶ τὶς μεγαλουπόλεις. Μιὰ τεράστια πόλη μὲ δυσανάλογο πρὸς τὴν ἔκτασή της πλη­θυσμὸ εἶναι πολὺ φυσικὸ νὰ διαθέτει περιορισμένης ἐκτάσεως κοιμητήρια γιὰ νὰ φιλο­ξενήσουν ἕνα διαρκῶς αὐξανόμενο ἀριθμὸ νεκρῶν. Κατὰ καιροὺς ἔχουν προταθεῖ λύσεις, λιγότερο ἢ περισσότερο πρακτικές, σχε­τ­ι­κὰ μὲ τοὺς οἰκο­γε­νειακοὺς τάφους ἢ τὴν ἀποσυμφόρηση τῶν κοιμητηρίων μὲ μετάθεση τῆς ταφῆς στὴν ἐπαρχία, ὅπου αὐτὸ εἶναι δυνατὸν κ.ο.κ.
Τὸ ἐπιχείρημα ὅτι δὲν ἔχουμε χῶρο στὰ κοιμητήριά μας ἢ χώρους γιὰ κοιμητήρια εἶναι φαινομενικὰ αἰτιολογημένο, στὴν οὐσία ὅμως ἀποτελεῖ πρό­φαση. Ὅπως εἶναι ἀνάγκη στὴν πολύκοσμη Ἀθήνα νὰ δημιουρ­γηθοῦν χῶροι γιὰ parking, ἀναψυχή, γήπεδα, πολυκαταστήματα κ.τ.λ., ἔτσι μπορεῖ νὰ λη­φθεῖ καὶ ἡ δέουσα πρόνοια γιὰ τοὺς νεκρούς. Ἡ ἀγάπη καὶ ὁ σεβασμὸς δημι­ουργοῦν καὶ χῶρο καὶ προϋποθέσεις.
Στὴν πραγματικότητα καῖμε ἕνα σῶμα ὄχι γιατὶ δὲν θέλουμε αὐτὸ νὰ ζήσει, ἀλλὰ γιατὶ δὲν θέλουμε ἐμεῖς νὰ ζήσουμε αἰώνια. Ἡ φυσικὴ ὕπαρξη, ἔστω καὶ τῶν ὀστῶν, ἔστω κι ἂν δὲν τὰ βλέπουμε, θυμίζει τὴ συνέχειά μας, παραπέμπει στὴν αἰω­νιό­τητα. Οἱ κοινωνίες μὲ αὐτὴν ἔχουν πρόβλημα, ὄχι μὲ τὸν χῶρο· μὲ τὸν Θεό, ὄχι μὲ τὸν νεκρό.
Στὶς μωαμεθανικὲς χῶρες, ποὺ ἀπαγορεύεται ἡ ἐκταφὴ ἢ ἡ σὲ κατακό­ρυφα ἐπίπεδα ταφή, ποὺ οἱ πληθυσμοὶ εἶναι πυκνοὶ καὶ αὐξανόμενοι καὶ οἱ νεκροὶ πολὺ περισσότεροι, πῶς χωροῦν τὰ κοιμητήρια;
Τὸ κριτήριο τῆς ἔλλειψης τοῦ χώρου, εἶναι συναφὲς καὶ μὲ αὐτὸ τῆς ἔλλειψης τοῦ χρόνου. Δὲν ὑπάρχει χρόνος γιὰ τὴν κηδεία. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἑπόμενο βῆμα· καὶ εἶναι πιὸ λογικό. Δὲν προλαβαίνουμε. Ζητοῦμε τὴ συντόμευση τῆς κηδείας. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως πάντα θὰ προτιμᾶ τὴ διανυκτέρευση στὸ σπίτι, τὴν κηδεία στὴν ἐνορία καὶ τὴν ταφὴ στὸ κοιμητήριο.

β. Λόγοι ὑγείας, ἀποφυγὴ μικροβίων
Ἕνας δεύτερος λόγος ποὺ συχνὰ ἀκούγεται ὅτι ἐπιβάλλει τὴν καύση τῶν νεκρῶν εἶναι οἱ λόγοι ὑγιεινῆς. Ἀλλὰ τί εἰρωνεία! Σὲ μιὰ ἐποχὴ ὅπου, ἐντε­λῶς ἀδικαιολόγητα καὶ ἀπὸ χιλιάδες αἰτίες, ἔχει καταμολυνθεῖ τὸ οἰκοσύστημα καὶ ἀπει­λεῖται τὸ σύνολο τῆς γήινης βιόσφαιρας, ὅπου πετοῦμε πιὸ πολλὰ ἀπ᾿ ὅσα χρησιμοποιοῦμε καὶ ἡ τεχνολογία τῶν ἀποβλήτων συναγωνίζεται αὐτὴν τῶν προ­ϊόντων, εἶναι πράγματι ὑπο­κριτικό, ἐνῶ καταστρέψαμε περιβαλ­λοντικὰ ὅ,τι φαίνε­ται καὶ ζεῖ, τώρα νὰ νοιώ­θουμε πὼς κινδυνεύουμε ἀπὸ τὰ μικρόβια τῶν νεκρῶν, ποὺ οὔτε φαίνονται, οὔτε φυσικὰ ἀπειλοῦν∙ ὑπάρχουν μόνο στὰ μυαλὰ τῶν σύγχρονων μηδενιστῶν. Τὴ μόλυνση τὴ δημι­ουργοῦν οἱ ζωντανοί, ὄχι οἱ νεκροί.
Ἄν τὰ νεκροταφεῖα ἀποτελοῦν ἑστίες μολύνσεως, καλύτερα νὰ παρα­μεί­νουν ὡς ἔχουν παρὰ νὰ ἀποδοθοῦν γιὰ ὁποιαδήποτε χρήση μὲ τὸν μολυ­σμὸ ποὺ ἤδη δῆθεν φέρουν.

γ. Ἀνθρώπινο δικαίωμα. Νομιμοποίηση εὐθανασίας;
Ἕνας ἰσχυρὸς λόγος ποὺ κάποιοι προτάσσουν γιὰ τὴν καύση εἶναι τὰ λεγό­μενα ἀτομικὰ δικαιώματα, τὸ δικαίωμα τῆς αὐτοδιάθεσης. Ἡ καύση τῶν νεκρῶν ὅμως δὲν εἶναι ἀτομικὸ δικαίωμα τοῦ νεκροῦ πλέον ἀνθρώ­που· ἡ διατήρηση τοῦ σώματός τους ἀποτελεῖ κοινωνικὴ ὑποχρέ­ωση σεβα­σμοῦ καὶ ἐπιβιώσεως τοῦ προσώπου του. Εἶναι ἀδύνατο τὸ θέλημα τοῦ ἑνὸς -κι ἂς ἀποκαλεῖται αὐτὸ δικαίωμα- νὰ προσκρούει στὴν ἀνάγκη γιὰ σεβασμὸ τοῦ συνόλου -ἂν βέβαια ἀκό­μη ὑπάρχει κάτι τέτοιο. Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι δικαί­ωμα κάποιου νὰ τὸν ...κάψουν κάποιοι ἄλλοι! Τὸ θέμα δὲν εἶναι ἂν κάποιος ἐπιθυμεῖ νὰ καεῖ· εἶναι ἂν ἡ κοινωνία θὰ δεχθεῖ νὰ τὸν κάψει. Ἡ καύση τῶν νεκρῶν εἶναι πρόβλημα γι᾿ αὐτὸν ποὺ τὴν ἐπιτελεῖ καὶ ὄχι γι᾿ αὐτὸν ποὺ τὴν ὑφίσταται.
Τὸ κοινωνικὸ ἀγαθὸ ὡς ἀξία εἶναι ἀνώτερο κάθε ἀτομικῆς ἐπιλογῆς. Ἂν ἡ ταφὴ ἀποτελεῖ ἀξία, τότε ἡ καύση δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀτομικὸ δικαίωμα. Ἂν πάλι ἡ ἐπιθυμία ἑνὸς νὰ καεῖ εἶναι ὑπερτέρα τῆς ἀνάγκης τῆς κοινωνίας γιὰ σεβασμὸ τοῦ νεκροῦ σώματος, τότε τὸ ἴδιο ἐπιχείρημα δὲν θὰ μποροῦσε νὰ φέρει στὸ προσ­κήνιο ἀπὸ νέα ὁπτικὴ τὸ θέμα τῆς εὐθανασίας; Ἂν ἡ κοινωνία ἔχει ὑπο­χρέ­ωση νὰ κάψει ὅποιον τὸ ἐπιθυμεῖ, τότε θὰ εἶναι καὶ ὑποχρεωμένη νὰ διευκολύνει καὶ τὸν θάνατο αὐτοῦ ποὺ τῆς τὸ ζητεῖ. Ἡ ὑποχώρηση στὴ καύση τῶν νεκρῶν μὲ τὸ αἰτιολογικὸ τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος θὰ καταστήσει τὴν εὐθανασία ἐπιβε­βλημένη κοινωνικὴ ὑποχρέωση.
Ἐπι πλέον, ἀπὸ ἐκκλησιαστικῆς ἀπόψεως, ὅπως ὑποστηρίζει σὲ πρόσφατο δημοσίευμά του ὁ Σεβ. Μητρο­πολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, «τὸ σῶμα τοῦ κάθε πιστοῦ ἀνήκει καὶ στὰ λοιπὰ ἐκκλησιαστικὰ μέλη∙ ἄρα καὶ ἡ μετὰ θάνατον τύχη ἑνὸς σώματος δὲν ἀφορᾶ μόνον τὴν ἐπιθυμία τοῦ νεκροῦ, ἀλλὰ εἶναι ὑπό­θεση ὅλων τῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος».
Ἀντίθετα πρὸς τὴν καύση νομικὰ ἐπιχειρήματα παρουσιάζει ἡ Ἰατρο­δικα­στικὴ Ὑπηρεσία, διότι δὲν θέλει νὰ χάσει στοιχεῖα ποὺ βοηθοῦν στὴν ἐξι­χνίαση διαπραχθέντων ἐγκλημάτων.

δ. Τὸ ἀποτρόπαιον τοῦ θανάτου
Ἡ ταφὴ ἀποτελεῖ ἀναντίρρητα μιὰ συναισθηματικὰ πολὺ δύσκολη εἰκό­να. Βλέπεις τὸ οἰκεῖο σου πρόσωπο δίχως πνοή, δίχως ζωή, γιὰ τελευταία φορὰ νὰ κατεβαίνει ἀνεπίστρεπτα στὰ σπλάγχνα τῆς γῆς. Δὲν θὰ ξανα­ντι­κρύ­σεις τὴν οἰκεία ὄψη. Ἤδη ἔχει ἀρχίσει ἡ διαδικασία τῆς ἀποσυνθέσεώς του. Ὁ πειρασμὸς νὰ ἀπο­φύγει κανεὶς τὴν ἐμπειρία δὲν εἶναι ἀμελητέος. Ἡ στρου­θοκαμηλικὴ νοοτροπία τῆς ἐποχῆς μας προκρίνει τὸ νὰ ἀγνοοῦμε ἢ νὰ μὴν ἀντι­κρύζουμε τὴν πραγμα­τι­κό­τητα, παρὰ νὰ τὴν προβάλλουμε πάνω στὴν ἀλή­θεια. Προτιμάει κανεὶς νὰ βλέ­πει ἕνα κουτάκι παρὰ νὰ ἀντικρύζει ἕνα πτῶ­μα. Τὸ πρῶτο εἶναι ἁπλὸ ἀντικείμενο. Τὸ σῶμα εἶναι νεκρὸ ὑποκείμενο. Βλέπο­ντας τὸ πρῶτο ξεχνᾶς τὸ πρόσωπο. Ἀντι­κρύζοντας τὸ δεύτερο θυμᾶσαι τὸ πρόσωπο, σκέπτεσαι τὸ θάνατό του, αἰσθά­νεσαι τὴν ἀπειλή του. Καὶ αὐτὸ πονᾶ.


Δ. Βαθύτερα αἴτια τοῦ αἰτήματος τῆς καύσης
Πέραν ὅμως τῶν διαφόρων προφάσεων ὑπάρχουν βαθύτερα αἴτια τῆς ἐπίμονης ἐπιλογῆς τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν:

α. Ὁ μηδενιστικὸς τρόπος ζωῆς
Ἡ κοινωνία μὲ τὴν καύση τῶν νεκρῶν προσυπογράφει τὸ μηδενισμό της. Μιὰ κοινωνία ποὺ δὲν ἀντέχει τὸν ἄνθρωπο οὔτε στὴν ἀσθένειά του, οὔτε στὴν ἀδυναμία του, οὔτε στὸ θάνατό του, μιὰ κοινωνία ποὺ καίει τοὺς νεκρούς της, μιὰ κοινωνία ποὺ καταστρέφει καὶ τὴν ἀνάμνηση τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἐνθύμηση τῶν μελῶν της -αὐτὸ εἶναι τὰ λείψανα-, μιὰ κοινωνία ποὺ κάνει τὴν ἀρχὴ τοῦ ἀνθρώ­που τεχνητὴ καὶ ἐπλεκτικὴ καὶ τὸ τέλος του ὁριστικὸ καὶ ἀμετάκλητο, μιὰ κοι­νωνία ποὺ ἀρνεῖται τὴν πνοὴ τοῦ αἰώνιου καὶ ἐγκλωβίζεται στὴν ἀσφυξία τοῦ ἐφήμε­ρου, τί σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει αὐτὴ ἡ κοινωνία μὲ τὴ ζωή; Ἀκόμη καὶ οἱ ἄθεοι ὑπογράμμιζαν τὴν ἀνάμνηση τῶν ἐπίγειων θεῶν τους μὲ ταριχεύσεις τῶν σωμάτων τους (περίπτωση Λένιν) ἢ ὅπου αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατὸν μὲ κατασκευὲς ἀγαλμάτων καὶ ψεύτικων ὁμοιωμάτων.
Φαίνεται πὼς τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ ἀνθρωπισμοῦ χωρὶς Θεό, τοῦ πολι­τισμοῦ χωρὶς ἀξίες καὶ τοῦ μηδενισμοῦ χωρὶς σκοπό, τὸ ἀποτέλεσμα τῆς σύγ­χυσης τῆς ἀθεΐας εἶναι ἡ ἐξαφάνιση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ καύση καὶ τοῦ τελευ­ταίου ὑπολείμ­μα­τός του. Ἡ καύση τῶν νεκρῶν ὁδηγεῖ στὴν καύση τῆς ἀνθρώ­πινης ἀξιοπρέ­πειας.

β. Ἡ ἐπιθυμία ἀποθρησκευτικοποιήσεως τῆς κοινωνίας
Στὴν ἀναζωπύρωση τοῦ ὅλου θέματος ὁδηγεῖ καὶ μιὰ προσπάθεια πρόκλη­σης τῆς Ἐκκλησίας καὶ σταδιακῆς νέκρωσης τοῦ αἰσθητη­ρίου τῆς πίστεως. Ἡ ἔννοια τῆς αἰωνιότητος ὅλο καὶ ἀπομα­κρύνεται ἀπὸ τὴν ἐμπει­ρία τῆς ζωῆς μας. Κάθε τι ποὺ τὴν ὑπενθυμίζει καὶ διακριτικὰ τὴν ὑπογραμ­μίζει βαθμιαία γίνεται ἀνε­πι­θύμητο στὴν ἀποδοχή του καὶ ἐνοχλητικὸ στὴν πρα­κτική του.
Ἡ ταφὴ ἔχει μιὰ τελετουργία ἐμφανῶς πιὸ ἔντονη ἀπὸ τὴν καύση. Ἡ προσπάθεια εἰσαγωγῆς τῆς καύσης δημιουργεῖ μιὰ ἀπότομη ἀλλοίωση στὰ κοινω­νικά μας ἤθη καὶ εἰσάγει εἰκόνες, παραστάσεις καὶ λογικὴ ἐντελῶς ξένες πρὸς τὶς ἐπικρατοῦσες στὸν τόπο μας. Αὐτὸ τὸ νέο σκηνικὸ καίρια προσβάλλει τὸ μονο­πώλιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ μεταφυσικῆς εἰκόνας τῆς κηδείας ποὺ χαρακτη­ρίζεται ἀπὸ τὴν ταφή. Ἡ ταφὴ εἶναι περισσότερο μυστήριο, ἐνῶ ἡ καύση τελετὴ ἢ διαδικασία.
Πρόσφατα δημοσιεύθηκε ἄρθρο τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ μὲ τίτλο «Γιατί τόσο ἀντιμεταφυσικὸ μένος;» στὸ ὁποῖο ὑποστηρίζει ὅτι ὅλη ἡ δῆθεν ἐκσυγ­χρο­νιστικὴ νοοτροπία τῶν τελευταίων ἐτῶν στὸν τόπο μας, στὴν οὐσία χτυ­πάει τὸν πολιτι­σμό καὶ τὴν παράδοσή μας, μὲ ἐργαλεῖο καὶ λογικὴ ἐντελῶς ξένα πρὸς τὴν ταυτό­τητά μας. Ἀποτελεῖ «συμπλεγματικὴ ἀντιμεταφυσικὴ μονο­­μανία» ποὺ ἑδρά­ζεται σὲ μιὰ «βασανιστικὴ ψυχολογικὴ ἀνασφάλεια». Καὶ ὄχι μόνον.

γ. Ἡ κυριαρχία τῆς χρηστικῆς ἀντίληψης εἰς βάρος τοῦ σεβα­σμοῦ καὶ τῶν ἀξιῶν
Ἡ πρακτικὴ καὶ χρηστικὴ ἀντίληψη ἔχουν ἐπικρατήσει καὶ μᾶς ἔχουν πείσει γιατὶ μέσα στὴν καρδιά μας ἔχει ἔντονα ἀδυνατήσει ἡ πνευματικὴ καὶ βιωματικὴ διάσταση τοῦ γεγονότος. Τὸ ἀληθινὸ καὶ ὡραῖο ἔχει ὑποταγεῖ στὴ γύμνια καὶ σκληρότητα τῆς ὀρθολογιστικῆς πρακτικῆς. Ὅλα γίνονται βιαστικὰ καὶ τυπικά. Ὅ,τι ὅμως δὲν ἔχει ὑπομονὴ δὲν ἔχει οὔτε βάθος οὔτε διάρκεια. Οὔτε ρίζες οὔτε αἰωνιότητα. Ἔτσι ψέλνουμε «αἰωνία ἡ μνήμη», ἀλλὰ ταυτό­χρονα ἡ δική μας μνήμη εἶναι σφιχτὰ κλεισμένη· προσπαθοῦμε νὰ ξεχάσουμε.
Συχνὰ ἀκούγεται τὸ λογικοφανὲς ἐπιχείρημα: ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία κηδεύει κάποιον ποὺ ἔχει ἀπανθρακωθεῖ ἀπὸ ἀτύχημα χωρὶς καμμία δυσκολία ἢ ἐπι­φύλαξη, γιατί νὰ δυσκολεύεται νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν καύση κάποιου ποὺ οἰκειο­θελῶς τὴν ἐπιλέγει; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ἄλλο καίγεται ἕνας ζωντανός καὶ ἄλλο καῖμε ἕνα νεκρό. Τὸ πρῶτο εἶναι τραγικὸ ἀτύχημα. Τὸ δεύτερο ἀδικαι­ολόγητη βία.
Ὑπάρχει περίπτωση ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἐκδηλώνει τὸν σεβασμό της μὲ καύση. Ὅταν παλιώσουν κάποια ἄμφια ἢ ὅταν ὑπάρχουν εἰκόνες κατε­στραμ­μένες, τότε ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία ποὺ θεωρεῖ ἀσέβεια τὴν καύση τῶν εἰκόνων -αὐτὸ ἔκαναν οἰ εἰκονομάχοι- τὶς καίει γιὰ νὰ τὶς προφυλάξει ἀπὸ βεβήλωση.
Τέλος, δὲν εἶναι λίγοι αὐτοὶ ποὺ ἐπικαλοῦνται καὶ οἰκονομικοὺς λόγους γιὰ τὴν καύση, ἄσχετα ἂν τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ δὲν φαίνεται ἀντικειμενικὰ νὰ εὐστα­θεῖ. Ἡ ἀναγωγὴ ὅμως καὶ μόνον τοῦ θέματος τοῦ θανάτου καὶ τοῦ λειψά­νου τοῦ σώματος σὲ οἰκονομικὴ λογικὴ τί ἄλλο δείχνει παρὰ ὅτι οἱ ἀξίες καὶ οἱ ἰδέες τελοῦν ἐν διωγμῷ στὶς κοινωνίες μας;

δ. Λάθη καὶ σφάλματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ πρακτικῆς
Στὸ σημεῖο αὐτό, ἀξίζει νὰ γίνει ἀναφορὰ καὶ στὴν ἀσέβεια ἡ ὁποία συχνὰ ἐπι­τελεῖται ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς κληρικούς. Ἡ ζωή μας ὄχι μόνον ἀπέχει ἀπὸ τὸν λόγο μας, ἀλλὰ κάποιες φορὲς διαψεύδει τὴν πίστη καὶ θεολογία μας. Στὴν κατάσταση ποὺ ἐπι­κρατεῖ στὰ κοιμητήρια εἴμαστε ἀναντίρρητα συνυπεύθυνοι κι ἐμεῖς. Καὶ ἡ συμπεριφορά μας καὶ ἡ ἀπουσία ἐκκλησιαστικῆς αἰσθητικῆς καὶ ὁ σκληρὸς λόγος μας, ἔχουν ὡς συνέπεια ἀντὶ νὰ λειτουργοῦμε ἀνακουφιστικά, παρηγο­ρητικά καὶ ἐνισχυτικά, νὰ αὐξάνουν συχνὰ τὸν πόνο καὶ νὰ ἀποδυναμώνουν τὴν πίστη. Στὴν καλύτερη περί­πτωση, ἔχουμε ὑποτάξει τὴν προσευχὴ στὶς ἀπαιτήσεις τῆς κοσμι­κῆς ψυχο­λογίας, καὶ ἔχουμε ἐκφυλίσει τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου γιὰ τὸ ὁποῖο μιλοῦμε σὲ τελετὴ τὴν ὁποία καταστρέψαμε.
Ἐπίσης, δὲν ποιμαίνουμε σωστὰ οὔτε κατηχοῦμε τὸν λαὸ μὲ λόγο καὶ ζωή. Θεωροῦμε ὡς ἐχθροὺς καὶ πολέμιους κάποιους ποὺ δὲν μᾶς κατανοοῦν καὶ ὄχι ἐμᾶς ποὺ ἡ ζωή μας καταργεῖ τὰ ἐπιχειρήματά μας. Δὲν κατανοοῦμε τὴν ἀλλαγὴ τῶν καιρῶν, τοῦ τρόπου σκέψης τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν κοινω­νιῶν καὶ ἐφη­συχάζουμε ἐπαναπαυόμενοι στὸ μεγα­λεῖο τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ παρελθόντος μας. Κι ἔτσι ὁ μὲν λόγος μας δὲν εἶναι πειστικὸς γιατὶ δὲν εἶναι κατανοητός, ἡ δὲ ζωή μας γιατὶ δὲν ἐμπνέει.


Ε. Τὸ σήμερα καὶ τὸ χθὲς
Στὸ σημεῖο αὐτό, ἂς ἐπιχειρήσουμε μία περιγραφικὴ σύγκριση τοῦ παρελ­θόντος τῆς παραδοσιακῆς ταφῆς μὲ τὴ σύγχρονη πρακτική της, στὸ πλαίσιο μιᾶς μεγαλουπόλεως.
Ἡ σημερινὴ εἰκόνα
Σὲ μιὰ πόλη μεγάλη σὰν τὴν Ἀθήνα ἔχει πλέον δημιουργηθεῖ μιὰ νέα εἰκό­να τῆς κηδείας. Ὁ νεκρὸς δὲν διανυκτερεύει στὸ σπίτι του, ἀλλὰ σὲ ψυγεῖο. Οὔτε θαύεται τὴν ἑπομένη, ἀλλὰ συνήθως καθυστερεῖ. Οἱ γείτονες, ἀποξενωμένοι ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο καὶ ἑρμητικὰ κλεισμένοι στὸν ἑαυτό του ὁ καθένας, ἀρνοῦνται τὸ θέαμα καὶ τὴν κατάσταση ποὺ δημιουργεῖ. Ἡ ἐκφορὰ τοῦ νεκροῦ δὲν γίνεται πλέον ἀπὸ τὸ σπίτι του -τὸν τόπο τῆς ἐκφράσεώς του- ἀλλὰ ἀπὸ τὸ δημόσιο κοι­μη­τήριο -τὸν τόπο τῆς δημοτικῆς ἐκμεταλλεύσεώς του, ποὺ συνήθως μάλιστα ἀποκαλεῖται νεκροταφεῖο. Ἔτσι δὲν τὸν ξαγρυπνοῦμε.
Ὁ χῶρος ἀποχαιρετισμοῦ τοῦ νεκροῦ εἶναι τὸ ἀπρόσωπο περιβάλλον μιᾶς ψυχρῆς αἴθουσας ἑνὸς κοιμη­τηρίου, καὶ μάλιστα μαζὶ μὲ ἄλλους. Τὸ γεγονὸς χάνει τὴ μονα­δικότητά του. Οἱ μεταφορεῖς τῆς σωροῦ, οἱ νεκρο­θάπτες, οἱ ψάλτες εἶναι ἄγνωστοι, ποὺ πληρώνονται καὶ ποὺ συνεχῶς αὐτὴ τὴ δουλειὰ κάνουν. Πρόσωπα ἐθισμένα καὶ ὡς ἄγνωστα ἐντελῶς ἀμέτοχα στὴν ἱερότητα ἢ τουλάχιστον στὸ συναισθηματικὸ δρᾶμα τῆς ἀκολουθίας καὶ στὸ πραγματικὸ τῆς οἰκογενείας. Οἱ φίλοι καὶ οἱ γνωστοὶ δὲν συμμετέχουν ἐνεργὰ στὴν πρακτικὴ διαδικασία τῆς κηδείας. Ἁπλά, παρακολουθοῦν παθητικά.
Ὁ ἱερέας, τὸ ἴδιο κουρασμένος, ψυχρὸς καὶ ἀδιάφορος. Ὅπως ὁ γιατρὸς ἔχει συνηθίσει τοὺς ἀσθενεῖς, αὐτὸς ἔχει συνηθίσει νὰ βλέπει τοὺς νεκρούς. Ἀδυνατεῖ νὰ συμμετάσχει. Τὰ λερωμένα του ἄμφια, ἡ σκληρὴ καὶ ξερὴ ἀπὸ τὸν κόπο καὶ τὴ συνήθεια φωνή του, ἡ μπουχτισμένη μορφή του, δίπλα στὸν κακό­γουστο διάκοσμο -ἀπογοητευτικὸ ἀποτέλεσμα τυποποι­ημένης ἐπαγγελμα­τικῆς διαδικασίας καὶ ὄχι εὐλαβοῦς εὐαισθησίας προσφιλῶν προσώπων-, τὰ χιλιοπατη­μένα χαλιά, τοὺς ἀνούσιους λόγους, καὶ τὶς παγερές ὄψεις τῶν δημο­τικῶν ὑπαλ­λήλων τοῦ κοιμητηρίου καὶ τὶς ἐπαγγελματικὲς τῶν ἐργολάβων, δεμένες μὲ τοὺς δυτικόπληκτους ξελαρυγγισμοὺς μιᾶς παράταιρης χορωδίας ἢ τὴν μοιρολογικὴ φωνὴ ἑνὸς ψάλτη τῆς παλαιολιθικῆς ἐποχῆς συνθέτουν μιὰ εἰκόνα ποὺ θυμίζει πιὸ πολὺ τὸ θάνατο ἀπ᾿ ὅσο ὁ ἴδιος ὁ νεκρός.
Ἡ κηδεία κατήντησε νὰ εἶναι περισσότερο μιὰ τελετὴ συμπαραστά­σεως στοὺς συγ­γενεῖς παρὰ μιὰ ἐκκλησιαστικὴ πράξη συντόνου καὶ ἐντόνου προσευχῆς γιὰ τὸν ἀποθα­νόντα. Μιὰ πράξη ἀνθρώπινης παρηγοριᾶς παρὰ μιὰ κίνηση ἐκζητή­σεως τῆς θεϊκῆς παρακλήσεως. Κάτι ποὺ γίνεται γι᾿ αὐτοὺς ποὺ μένουν πίσω παρὰ κάτι ποὺ ἐπιτελεῖται γι᾿ αὐτὸν ποὺ ἀναχωρεῖ.
Ὅλο αὐτὸ τὸ σενάριο δημιουργεῖ τέτοια τραυματικὴ ἐμπειρία συναι­σθη­ματικῆς καὶ ἰδεολογικῆς ἀηδίας πού, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐπαναλαμβάνεται, θέλουν κάποιοι ὁριστικὰ νὰ τὴν ξεχάσουν. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ δὲν γίνεται, θέλουν νὰ ὑπο­βαθμίσουν τὸ γεγονός. Αὐτὸ εὔκολα στὶς μέρες μας ὁδηγεῖ στὴν πρόταση γιὰ καύση τῶν νεκρῶν.
Ἡ πραγματικότητα τοῦ παραδοσιακοῦ παρελθόντος
Δίχως νὰ πέσουμε στὴν παγίδα μιᾶς ἐξωραϊσμένης παρελθοντο­λο­γίας, νομίζω δὲν θὰ ἀδικούσαμε τὴν ἀλήθεια ἂν λέγαμε ὅτι τὸ παρελθὸν εἶχε πολὺ περισσότερη ἀνθρωπιά, σεβασμό καὶ ὑπογραμμισμένα τὰ πρόσωπα. Καὶ αὐτὸ συνεχίζεται μέχρι σήμερα σὲ ἀρκετὰ χωριά.
Οἱ κοινωνίες ἦταν μικρότερες, οἱ δεσμοὶ καὶ οἱ σχέσεις πολὺ πιὸ ἔντονες καὶ αὐθεν­τικές. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ συμμετοχὴ τοῦ καθενός σὲ τόσο ἰδιαίτατες στιγ­μές πολὺ πιὸ προσωπική. Στὰ χωριὰ τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου ἦταν γεγονὸς ποὺ φαινόταν. Ἐπικέντρωνε τὸ ἐνδιαφέρον ὅλων. Μονοπω­λοῦσε τὶς συζητή­σεις. Ἔδινε ταυτότητα στὴν κοινωνικὴ ζωὴ τοῦ συνόλου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ἐπι­σφράγισμα τοῦ θανάτου, ἡ κηδεία καὶ ἡ ταφὴ εἶχαν σεβασμό, χρόνο, διάρ­κεια καὶ προσωπικὴ συμμετοχή.
Ἀπ᾿ ὅπου περνοῦσε ἡ κηδεία, σταματοῦσε κάθε κοσμικὴ ἢ ἐμπορικὴ συναλλαγή. Οἱ καταστηματάρχες κατέβαζαν τὰ στόρια -στὴ Θράκη καὶ τὴ Μικρὰ Ἀσία, ἀκόμη καὶ οἱ τοῦρκοι καὶ οἱ μωαμεθανοί-, ὅλοι σταυρο­κο­πιόνταν, σταμα­τοῦσε καὶ τὸ ἀντίθετο ρεῦμα τῆς κυκλοφορίας γιὰ νὰ ἀπο­δώσει κι αὐτὸ τὸν σεβασμό του.
Ἡ ἴδια εἰκόνα διατηρεῖται σήμερα καὶ στὰ μοναστήρια. Ὅλα ἐπιτε­λοῦ­νται μὲ μοναδικὴ προσοχὴ στὶς λεπτομέρειες -αὐτὲς ὑπογραμμίζουν τὴν πίστη μας στὸ μυστήριο καὶ τὸ σεβασμό μας σ᾿ αὐτὰ ποὺ διακηρύττουμε. Ἂν ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ ναὶ στὴν καύση τῶν μοναχῶν, δὲν μπορεῖ νὰ συγκατατεθεῖ ποτὲ καὶ μὲ τὴν καύση τοῦ οἱουδήποτε πιστοῦ της.
Σήμερα στὴν ἐκταφή, ὁ ἁρμόδιος ὑπάλληλος τοῦ Δήμου, ἔχει τὰ γάντια του γιὰ νὰ μὴν μολυνθεῖ, ἁπλώνει μιὰ τυποποιημένη σακκούλα «σκουπιδιῶν» ἢ «ἀπορριμμάτων» -ἔτσι γράφει ἡ κορδέλλα- ἀπὸ τὸν Βασι­λόπουλο ἢ τὸν Μαρι­νόπουλο καὶ ἀρχίζει βιαστικὰ νὰ σκάβει καὶ νὰ ψάχνει γιὰ τὰ ὁστᾶ. Δίπλα του, ἕνα καταλερωμένο καροτσάκι γεμᾶτο χώματα, ἄχρηστα ἀντικείμενα καὶ ἐργαλεῖα, τὸ ἴδιο μὲ τὸ ὁποῖο γίνεται ἡ μεταφορὰ τῶν σκουπιδιῶν τοῦ κήπου, σοῦ ὑπενθυμίζει ἀπάνθρωπα τὸ ἐνδεχόμενο νὰ δεῖς τὸν ἀγαπημένο σου ἄλειωτο σκουπίδι νὰ πετιέται σὲ μιὰ γωνιὰ γιὰ ἕνα ἀκόμη χρόνο. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὰ κάνει αὐτὰ ἐδῶ πληρώνεται. Σοῦ εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ τοῦ πεῖς νὰ προσέξει μήπως κάτι παρα­μείνει θαμμένο. Μπορεῖ καὶ νὰ θυμώσει.
Τὸ παρελθὸν καὶ ἐδῶ εἶναι διαφορετικό· γυναῖκες μὲ καθαρὲς λεκάνες, ἄνδρες μὲ κασμάδες καὶ φτυάρια -ποὺ ἄφησαν γιὰ τὴ μέρα τὴ δουλειά τους-, ὁ παπάς καὶ οἱ συγγενεῖς πηγαίνουν γιὰ τὴν ἐκταφή. Ἁπλώνουν πρῶτα ἕνα πεντα­κάθαρο σεντόνι ἢ μιὰ ἀχρησιμοποίητη πετσέτα, ὅλα ἄσπρα, καὶ μέσα σὲ ὑπο­βλητικὴ ἡσυχία, μὲ συγκίνηση καὶ ἀγωνία, στὸν ἀπόμερο χῶρο τοῦ κοιμη­τηρίου, δίχως θορύβους ἐπιτελεῖται ἡ ἱεροτελεστία τῆς ἐκταφῆς. Ἀντὶ γιὰ γάντια ἡ ἀμεσό­τητα τοῦ δέρματος. Ἀντὶ γιὰ ἀδικαιολόγητος φόβος, ὁ πόθος τῆς καινούργιας συναντήσεως. Ἀντὶ γιὰ ψυχρή, ἐπαγγελματικὴ βιασύνη, ἡ τρυ­φ­ε­ρότητα τῶν αἰσθημάτων καὶ ἡ ὑπομονὴ τοῦ σεβασμοῦ. Ὁ χρόνος τραβάει, διαρκεῖ. Ὅλα πλέ­νονται ὄχι σὲ φορμόλη ἢ ἄλλα χημικά, ἀλλὰ σὲ ἁγνὸ κρασάκι ἀπὸ τὸ ἀμπέλι -ἄσπρο γιὰ νὰ μὴν μαυρίσουν τὰ ὀστᾶ- καὶ μὲ πεντακάθαρο νερό. Ἔτσι ξανα­συναντᾶ κανεὶς τὸ τελευταῖο ὑπόλειμμα τοῦ θησαυροῦ τοῦ προσώπου. Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο νὰ σκεφθεῖ κανεὶς νὰ τὸ κάψει. Δὲν μπορεῖ. Οὔτε ἡ φύση δὲν κατάφερε ἀπὸ μόνη της νὰ τὸ ἐξαφανίσει.
Σίγουρα ἡ εἰκόνα αὐτὴ μὲ κανένα τρόπο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐπανέλ­θει στὴ σημερινὴ πραγματικότητα τῶν πόλεων. Ἡ γνώση ὅμως καὶ ἡ διαρκὴς ἀνά­μνησή της εἶναι βασικὴ προϋπόθεση στὴ διαμόρφωση μιᾶς σύγχρονης πνευ­ματικῆς πρα­κτικῆς, συμβατῆς μὲ τὰ δεδομένα τῆς σημερινῆς κοινωνικῆς πραγμα­τικότητος καὶ τῆς αἰώνιας καὶ διαχρονικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας.
Ἡ κηδεία ἀπὸ ὑπόθεση δημοτικῆς ἐκμεταλλεύσεως πρέπει νὰ ξανα­γίνει ἱερὴ πράξη καθαρὰ ἐκκλησιαστικῆς φύσεως.

Στ. Ἱστορία/παράδοση
Ἀπὸ τὴ Μινωικὴ καὶ Μυκηναϊκὴ ἀκόμη ἐποχή, στὸν τόπο μας βλέπουμε τὴν παράδοση τῆς κήδευσης καὶ ταφῆς τῶν νεκρῶν νὰ συνδέεται μὲ βαθειὰ φιλο­σο­φική, συναισθηματικὴ σημασία, ὅπως αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὰ σχετικὰ ἀρχαιο­λογικὰ εὑρήματα (τάφοι, ἀντικείμενα) ἀλλὰ καὶ κείμενα (Πλουτάρχου, Βίος Λυκούργου). Ἡ ταφὴ τῶν νεκρῶν ἐθεωρεῖτο κατ’ ἐξοχὴν ἱερὸ καθῆκον, ἡ στέρηση δὲ τῆς τιμῆς τοῦ ἐνταφιασμοῦ μεγάλο κακό. Οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι ἔθαβαν τοὺς νεκροὺς στὴν πόλη, τοὺς περιτύλιγαν μὲ σινδόνα ἐρυθροῦ χρώ­ματος καὶ ὑπεστρώνυαν τὸν τάφο μὲ φύλλα ἐλιᾶς. Ἡ περίοδος τοῦ πέν­θους ἦταν σχετικὰ σύντομη, 11-12 μέρες, καὶ ὁλοκληρωνόταν μὲ μία θυσία.
Οἱ τόποι ταφῆς βρισκόταν ἐκτὸς τῆς πόλεως εἰς σὲ καθορισμένους τόπους, τὰ νεκροταφεῖα, εἴτε σὲ ἰδιόκτητους κήπους, ὑπὸ τὴν μορφὴ ἀτο­μικῶν ἢ καὶ οἰκο­γενειακῶν τάφων. Σὲ περιπτώσεις διακεκριμένων προσώπων, ἡ ταφὴ λάμβανε χώρα ἐντὸς τῆς πόλεως σὲ δημὀσιους χώρους.
Στὴν Ὁμήρου Ὀδύσσεια, χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Ἐλπή­νορος, ὁ ὁποῖος ἐκλιπαρεῖ τὸν Ὀδυσσέα νὰ θάψει τὸ ἄταφο καὶ ἄκλαυστο σῶμα του, ὅπως καὶ τὸ παράπονο τοῦ Ὀδυσσέως, ὁ ὁποῖος ὑπὸ τὴν ἀπειλὴ ναυαγίου ἐκφράζει τὴ θλίψη του ποὺ δὲν θὰ πέσει μαχόμενος ὥστε νὰ ἀπολαύσει τῶν ἐνταφίων τιμῶν.
Τὸ ἴδιο καὶ στὴν Ἰλιάδα τοῦ Ὁμήρου. Οἱ δύο μεγαλύτερες μάχες τοῦ Τρω­ϊκοῦ Πολέμου ἔγιναν γιὰ διεκδίκηση νεκροῦ σώματος: τοῦ Πατρόκλου καὶ τοῦ Ἕκτορα. Ὁλόκληρη ἡ Ραψωδία Ρ περιλαμβάνει τὶς μάχες ποὺ ἔγιναν γιὰ τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Πατρόκλου, ἀφοῦ ὁ Ἕκτορας πῆρε πάνω του τὴν πανοπλία τοῦ Ἀχιλ­λέα. Εἶναι ὅμως πολὺ ἐνδιαφέροντα καὶ τὰ ὅσα ἀναφέρονται στὴ Ραψωδία Ω, ὅπου οἱ θεοὶ ἐπεμβαίνουν γιὰ νὰ λάβει τέλος ἡ ἀνόσια συμπερι­φορὰ τοῦ Ἀχιλλέα στὸ πτῶμα τοῦ Ἕκτορα, ὅπως καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Πρίαμος γονυπετῶς ἱκετεύει νὰ τοῦ δοθεῖ τὸ σῶμα τοῦ γυιοῦ του. Ὁ Ἀχιλλέας κάμπτεται καὶ δίνει ἐντολὴ νὰ τὸ πλύνουν, νὰ τὸ μυρώσουν καὶ νὰ τὸ τυλίξουν μὲ δύο κουβέρτες, δῶρα τοῦ Πριάμου στὸν ἴδιο, τελικὰ δὲ ὁ ἴδιος τὸ τοποθετεῖ ἐπάνω στὸ ἅρμα τοῦ βασιλέως τῶν Τρώων, καταπαύουν οἱ ἐχθροπραξίες καὶ ἀποδίδεται ἡ δέουσα τιμὴ στὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Ἕκτορα.
Κατὰ τὸν Δημοσθένη καὶ τὸν Λυσία, ἡ παράλειψη τοῦ καθήκοντος τοῦ ἐνταφιασμοῦ λογίζεται ὡς βαρὺ ἔγκλημα. Ἡ καύση ποτὲ δὲν ἐπικράτησε σὲ αὐτὸν τὸν τόπο. Εἶναι ἐντελῶς καινο­φανὴς συνήθεια, ξένη στὴν ψυχολογία καὶ παρά­δοσή μας. Μᾶς δυσκολεύει νὰ ἀντικαταστήσουμε κάτι πολὺ βαθύ, ἀνθρώπινο, σεβαστικὸ καὶ ἱερὸ μὲ κάτι ξένο καὶ βίαιο.
Πλεῖστες ὅσες ἀναφορὲς σχετικὲς μὲ τὴν παράδοση τῆς ταφῆς τῶν νεκρῶν καὶ τῆς σημασίας τῆς ἀποδόσεως τῶν σχετικῶν τιμῶν μπορεῖ νὰ βρεῖ κανεὶς σὲ άρχαιοελληνικὰ κείμενα, σὲ ἰστορικὲς περιγραφές. Ἀνάλογα στοιχεῖα φανερώ­νουν τὴν κοινὴ παράδοση ταφῆς τῶν Περσῶν, Σκυθῶν, Μήδων, Αἰγυπτίων, Κινέ­ζων. Ἰαπώνων, Κελτῶν, Γερμανικῶν φύλων, Μουσουλμάνων κ.λπ.
Ἡ ὕπαρξη τῶν κατακομβῶν καταδεικνύει ἐπίσης ἐναργέστατα καὶ τὴν ἐπι­κρατοῦσα παράδοση μεταξὺ τῶν Ρωμαίων. Παρὰ ταῦτα φαίνεται ὅτι τὸ ἔτος 250 π.χ. ὑπῆρχε καὶ ὡς παράλληλη πρακτική, μάλιστα κατὰ περιόδους κυριαρχοῦσα, καὶ ἡ καύση τῶν νεκρῶν, ἡ ὁποία ἐξαλείφθηκε μὲ τὴν ἐπικρά­τηση τοῦ Χριστια­νισμοῦ περίπου τὸ 400 μ.Χ.

Ζ. Πρακτικὴ τῶν ἄλλων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν
Στὴ Δύση ἔξαρση τοῦ αἰτήματος τῆς καύσης τῶν νεκρῶν ἐμφανίσθηκε μετὰ τὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση, μὲ κύριο ἐπιχείρημα τοὺς κινδύνους τῆς μολύν­σεως ποὺ ἐγκυμονοῦσαν οἱ συνήθειες τῆς ταφῆς. Ἔτσι δημιουργήθηκαν σύν­δεσμοι ὑπὲρ τῆς καύσεως, ἀρχικὰ μὲν στὴ Γαλλία, στὰ τέλη δὲ τοῦ 19ου αιῶνος καὶ στὴν Ἑλβετία, Γερμανία καὶ Ἀγγλία. Αὐτὸ ὁδήγησε στὴν κατασκευὴ κρεμα­τορίων, παρὰ τὴν ἀντίδραση τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας, ἡ ὁποία διὰ τοῦ Συνοδικοῦ της Κανόνος 1203 ἀπαγόρευσε ρητὰ τὴν καύση καὶ τὴ συμμετοχὴ τῶν πιστῶν της σὲ σωματεῖα ἢ συνδέσμους καύσης νεκρῶν. Τοῦτο διότι ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἡ καύ­ση παρεκκλίνει τῆς Χριστιανικῆς παραδόσεως, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἀπετέλεσε ἐπι­λογὴ ἀπίστων καὶ ἀντιδραστικὴ πρακτικὴ ἐχθρῶν τῆς ἐκκλησίας (Ἐλευθερο­τεκτόνων κ.ἄ.), οἱ ὁποῖοι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν θέλησαν νὰ δείξουν τὴν περιφρόνησή τους στὴ διδασκαλία τῆς ἐκκλησίας.
Ἡ Καθολικὴ ἐκκλησία ἀπαγόρευσε τὴν ἀπόδοση κάθε ἐκκλησιαστικῆς τιμῆς σὲ τέτοιες περιπτώσεις συνειδητῆς προσβολῆς τῆς χριστιανικῆς διδα­σκαλίας, ὅπως καὶ τὴν τοποθέτηση τῆς τεφροδόχου σὲ ἐκκλησιαστικὸ νεκρο­ταφεῖο. Ἐπι­τρέ­πει τὴν ἐπιμνημὀσυνη δέηση μόνο σὲ περιπτώσεις ποὺ κάποιος ἐκάη ὄχι κατὰ δική του ἐπιθυμία ἀλλἀ κατὰ τὴν ἐπιλογὴ τρίτων συγγενικῶν του προσώπων.
Ἀντίθετα, ἀπὸ τὸ 1925 καὶ ἐντεῦθεν, ἡ παρακτικὴ τῶν βασικῶν προτε­στα­ντικῶν ὁμολογιῶν εἶναι πολὺ ἀνεκτικὴ ἔναντι τῆς καύσης.

Η. Προγενέστερες ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε καὶ τὴν προαναφερθεῖσα ἀπόφαση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μὲ ἀφορμὴ τὸν προκληθέντα σάλο, ὁ ὁποῖος προέκυψε ἀπὸ τὴν ἄρνηση τοῦ γνωστοῦ μουσουργοῦ Δημη­τρίου Μητρό­πουλου, νὰ ταφεῖ καὶ τὴν ἀντίστοιχη ἐπιθυμία του νὰ καεῖ καὶ ἡ στάχτη του νὰ τοποθετηθεῖ ἐντὸς λιτῆς ληκύθου.
Κατὰ τὸ ἔτος 1959, σύμφωνα μὲ τὸν ἐπικήδειο ποὺ ἐξεφώνησε ὁ πρό­εδρος τοῦ Δ.Σ. τοῦ Ὠδείου Ἀθηνῶν Κυριακίδης, ὁ Μητρόπουλος δήλωνε ὅτι «μετὰ τὸν θάνατόν του, ἐπεθύμει νὰ μὴν τοῦ γίνῃ πολυτελὴς κηδεία, ἀλλὰ νὰ ταφῇ χωρὶς τελετουργίας, ὅτι τὸ σῶμα του ἔπρεπε νὰ καῇ καὶ ἡ λήκυθος ποὺ θὰ περιέκλειε τὴν τέφραν του θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι εὐτελοῦς ἀξίας, τοῦτο δὲ διότι τὸ σῶμα του τὸ ἔβλεπε γῆν καὶ σποδόν… ἐποθοῦσε δὲ διὰ τὸν ἑαυτόν του τὴν ἀνυ­παρξίαν καὶ ἔβλεπε τὸν θάνατον ὡς λύτρωσιν τῆς ψυχῆς».

Μὲ ἀφορμὴ λοιπὸν τὴν ἀπαγόρευση τοῦ ἀοιδίμου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθη­νῶν Θεοκλήτου Β΄ τελέσεως ἐκκλησιαστικῆς κηδείας ἐπὶ τῆς τέφρας τοῦ Μητρό­πουλου ἐξεδόθη ἡ κάτωθι Ἱεροσυνοδικὴ Ἀπόφασις ὅπως:
1) Ἡ Ἐκκλησία ἀρνῆται τὴν ἐπιτέλεσιν νεκρωσίμου ἀκολουθίας ἢ ἐπι­μνη­μοσύνου Δεήσεως ὑπὲρ προσώπων ἅτινα οἰκείᾳ ἢ τῶν οἰκείων βου­λήσει ἐκάησαν ἅμα τῷ θανάτῳ αὐτῶν,
2) ἐκφρασθῶσι τῷ Μακαριωτάτῳ Ἀρχιεπισκόπῳ διὰ τὴν εὐθαρσῆ ἀπό­φα­σιν αὐτοῦ ὅπως ἀρνηθῇ τὴν ἐκκλησιαστικὴν νεκρώσιμον ἀκολου­θίαν εἰς τὴν τέφραν τοῦ Μητροπούλου καὶ τῷ Σεβ. Ἀργολίδος διὰ τὴν διὰ τοῦ ἐγγράφου αὐτοῦ ὀρθὴν παρ’ αὐτοῦ τοποθέτησιν τοῦ θέματος καὶ δο­θεῖσαν τῇ Ἱερᾶ Συνόδῳ πολύτιμον ἀφορμὴν πρὸς μελέτην καὶ λῆψιν ἀποφάσεως ἐπὶ τοῦ ζητήματος, τὰ συγχαρητήρια τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ 
3) τὰ περὶ Ἐγκυκλίου πρὸς τοὺς Σεβ. Ἱεράρχας ἀποφασισθῶσι κατὰ τὴν συνεδρίαν τῆς προσεχοῦς Παρασκευῆς.
Ταῦτα δὲ καθ’ ὅσον ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν ἀντιβαίνει πρός τε τὸ πνεῦμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τὴν πολιὰν Παράδοσιν τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας.

Παρὰ ταῦτα, τελικῶς ἐδόθη ἡ ἄδεια εἰς ἱερέα καὶ ἐτέλεσε τρισάγιο ἐπὶ τῆς ληκύθου, πρᾶγμα ποὺ προκάλεσε τὶς ἀντιδράσεις ἀρκετῶν ἐκ τῶν ἱεραρ­χῶν, ὡς ἀναιρούσης τὴν προαναφερθεῖσα ἀπόφαση τῆς ΔΙΣ καὶ ὡς καθιερούσης τυπικὸ ταφῆς τῆς ληκύθου τῆς περιεχούσης τέφραν καέντος νεκροῦ.
Τὸ θέμα ἐπανῆλθε στὴν ἐπικαιρότητα τὸ ἔτος 1999, ἡ δὲ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὀργάνωσε σχετικὴ ἡμερίδα τῆς ὁποίας μάλιστα τὰ πρα­κτικὰ καὶ τὰ συμπεράσματα δημοσιεύθηκαν σὲ ἀνάλογο τεῦχος.
Ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν ὑπολοίπων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὴν Εὐρώπη, Ἀμερι­κή, Βαλκάνια, Ρωσία, Ἀφρικὴ κ.λπ., ἐνῶ ἡ ἐμμονὴ στὴ διδασκαλία τῆς ταφῆς εἶναι καθολική, στὴν πράξη φαίνεται ὅτι σιωπηρῶς μὲ τὸ πρόσχημα τῆς οἰκο­νο­μίας παρατηροῦνται ἐνίοτε παρεκκλίσεις, ἰδίως στὶς χῶρες τοῦ Δυτικοῦ κόσμου, ὅπου ἡ καύση ἐπικρατεῖ.


Θ. Ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση καὶ θεολογία
Στὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας βέβαια, ἡ ταφὴ ἀποτελεῖ πάγια πρα­κτική. Ἀπὸ τὴν Παλαιὰ ἀκόμη Διαθήκη, στο βιβλίο τῆς Γενέσεως παρου­σιάζεται ἡ ταφὴ τῆς Σάρρας, τοῦ Ἀβραάμ, τῆς Δεβώρας, τῆς Ραχήλ, τοῦ Ἰσαάκ, τῆς Ρεβέκ­κας, τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ Μωϋσέως κ.λπ., μάλιστα δὲ ἡ κήδευση τοῦ Ἰακὼβ τῇ ἀδείᾳ τοῦ Φαραὼ ὑπὸ τοῦ Ἰωσήφ καὶ τῶν ἀδελφῶν του (Γεν. ν΄ 3).
Ἡ ἀποφυγὴ τῆς ταφῆς ἐθεωρεῖτο ὡς βαρύτατη τιμωρία: «ἐν θανάτῳ νο­σηρῷ ἀποθανοῦνται, οὐ κοπήσονται καὶ οὐ ταφή­σονται∙ εἰς παρἀδειγμα ἐπὶ προσ­ώ­που γῆς ἔσονται καὶ τοῖς θηρίοις τῆς γῆς καὶ τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρα­νοῦ». Ἡ περίπτωση μὴ τα­φῆς ἐθεωρεῖται μεγάλο κακὸ ἢ ἐκδίκηση καὶ τιμωρία τοῦ Θεοῦ.
Τὸ ἴδιο καὶ ἡ φροντίδα τοῦ νεκροῦ σώματος ἀποτελεῖ ἔκφραση σεβα­σμοῦ πρὸς τὸν νεκρὸ ἀλλὰ καὶ ἀπόδειξη τῆς συνεχιζόμενης ζωῆς του. Ἔτσι αὐτὸ ἐκ­φράζεται μὲ τὸ κλείσιμο τῶν ματιῶν τοῦ νεκροῦ, «Ἰωσὴφ ἐπιβαλεῖ τὰς χεῖρας αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς σου», μὲ τὴν ἔνδυση τῶν προσφιλῶν ἐνδυμάτων τοῦ νεκροῦ μὲ τὴν πάνδημη κήδευση, «καὶ ἐκοιμήθη Ἀσᾶ καὶ ἔθαψαν αὐτὸν ἐν μνήματι, ᾧ ὤρυ­ξεν ἑαυτῷ ἐν πόλει Δαυΐδ, καὶ ἐκοίμησαν αὐτὸν ἐπὶ κλίνης καὶ ἔπλησαν ἀρω­μάτων καὶ γένη μύρων μυρεψῶν καὶ ἐποίησαν αὐτῷ ἐκφορὰν μεγάλην ἕως σφόδρα».
Ἀλλὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη γίνεται ἀναφορὰ στὴν ταφὴ τοῦ Τιμίου Προ­δρόμου· «καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἦραν τὸ σῶμα καὶ ἔθαψαν αὐτό, καὶ ἐλθόντες ἀπήγγειλαν τῷ Ἰησοῦ». Ἐπίσης βλέπουμε νὰ ἀποδίδεται τιμὴ στὸ νεκρὸ σῶμα τῆς Ταβιθᾶ μὲ τὸ λούσιμο, εἰς δὲ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου μὲ τὰ ἀρώ­ματα («μῖγμα σμύρνης καὶ ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν»), τὰ ὀθόνια («ἀγοράσας (ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας) σινδόνα») καὶ φυσικὰ τὴν ἐναπόθεση στὸ «λελα­τομημένον ἐκ πέτρας» «καινὸν μνημεῖον».
Ἡ λεπτομερὴς ἀναφορὰ ποὺ γίνεται –μάλιστα καὶ ἀπὸ τοὺς τέσσερεις εὐ­αγ­γελιστές- στὴ θεόσωμο ταφὴ τοῦ Κυρίου καταδεικνύει μὲ ἀδιαμφι­σβή­τητο τρό­πο τὴ μεγάλη σημασία της. Τὸ ἴδιο παρουσιάζεται στὴν εἰκονογραφία καὶ ὑμνο­λο­γία ἡ Κοίμησις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τοῦ Μεγ. Βασιλείου, τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ, τῶν Ἁγίων μαρ­τύρων καὶ φυσικὰ ὅλων τῶν πιστῶν στὶς ὑπέροχες ἐπι­κή­δειες ἀκολουθίες. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὸ περὶ μετανοίας κεφάλαιο τῆς Κλί­μακος τοῦ Ἰωάννου ἡ ἀποφυγὴ τῆς ταφῆς καὶ ἡ παράδοση τοῦ σώματος ὡς βορὰ τῶν ὀρνέων ἐπίσης ἀναφέρεται ὡς τιμωρία καὶ ἡ σκέψη της ὡς ἀφορμὴ μετανοίας.
Τέλος, οἱ ἑορτὲς τῆς ἀνακομιδῆς τῶν τιμίων λειψάνων, ἡ περὶ αὐτὰ πα­ρά­δοση καὶ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ βαθειὰ πίστη διὰ μέσου τῶν αἰώνων καὶ σὲ ὅλες τὶς παραδόσεις τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἀλήθεια ποὺ αὐτὴ κρύβει. Ὅλη αὐτὴ ἡ πλούσια συμφωνία τῆς παραδό­σεως ἀποτελεῖ μία ἀδιάσειστη ἐπιβεβαίωση στὴν πίστη καὶ διαχρονικὴ πρακτικὴ τῆς Ἐκ­κλη­σίας ποὺ μὲ κανέναν τρόπο δὲν μπορεῖ νὰ μετα­βληθεῖ.
Συνοπτικὴ θεολογικὴ προσέγγιση τοῦ ὅλου θέματος παρουσιάζεται ἀπὸ τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεο, σὐμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο «ἡ Ἐκκλη­σία δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ γιὰ τὰ μέλη της ἢ νὰ υἱοθετήσει τὴν ἀποτέ­φρωση τῶν σω­μάτων, ἐπειδὴ σέβεται τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ποὺ τὸ θεωρεῖ ναὸ τοῦ ἁγίου Πνεύ­ματος, τὸ ἕνα στοιχεῖο τῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου. Δεδο­μένου δὲ ὅτι παρὰ τὸν χωρισμὸ τῆς ψυχῆς ὑφίσταται αὐτὴ ἡ ἑνότητα, μιὰ τέτοια βίαιη πράξη μπορεῖ νὰ εἶναι βιασμὸς τῆς φύσης, άφοῦ τὸ φυσικὸ εἶναι ἡ ἀποσύνθεση... Ἔτσι, κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τῆς καύσεως κρύπτεται ἡ περι­φρόνηση πρὸς τὸ σῶμα, ἡ ἀπιστία στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἡ μετεμψύ­χωση καὶ ἴσως νὰ κρύβεται καὶ ἠ ἄρνηση τῆς ὑπάρξεως τῆς ψυχῆς μετὰ τὸν θάνατο».
Στὸ προαναφερθὲν ἄρθρο του ὁ Σεβ. Μητρο­πολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσό­στομος, παραθέτει τὰ πορίσματα τῆς Ἡμε­ρίδος τοῦ 1999, σύμφωνα μὲ τὰ ὁποῖα ὁ σεβασμὸς στὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο ἐπι­βάλλει καὶ τὸν σεβασμὸ στὸ ἀν­θρώ­πινο σῶμα, ὅτι ἡ καύση τοῦ νεκροῦ σώματος προσβάλλει τὴν πίστη τῆς Ἐκ­κλη­σίας μας στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ ἀπο­τελεῖ προκλητικὴ διακήρυξη μη­δενι­στικῆς ἀποχρώσεως. Μάλιστα, ὁ Σεβασμι­ώ­τατος ὑποστηρίζει ὅτι «ἡ ἀρνητικὴ τοποθέτη­σή μας ὡς Ἐκκλησίας ἔναντι τῆς καύ­σης τῶν νεκρῶν ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ διδασκαλία της γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὡς θείου δημιουργήματος καὶ τὴ στάση του ἔναντι τῆς κτιστῆς φύσεως καὶ τοῦ προορισμοῦ της».


Ι. Τὶ πρέπει νὰ κάνουμε ὡς Ἐκκλησία
Κατὰ τὸν Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεο, «πρῶτον ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία συνδέεται στενά μέ ὅραση ἀνθρω­πίνου σώματος καί ὄχι τέφρας. Ὅλα τά τροπάρια κάνουν λόγο γιά κεκοιμημένο καί ὄχι γιά ἀποτεφρωμένο, γιά σῶμα πού βρίσκεται μπροστά μας, γιά τελευ­ταῖο ἀσπασμό κ.λπ. Δεύτερον, ἡ ἐκκλη­σια­στική ἀκολουθία τῆς ταφῆς ἔχει σχέση μέ ἐνταφιασμό σώματος καί ὄχι μέ ἐντα­φιασμό τέφρας. Ὁπότε καί τά δύο αὐτά σημεῖα ὁδηγοῦν στό συμπέρασμα ὅτι δέν πρέπει νά γίνεται ἐξόδιος ἀκολουθία οὔτε πρός τῆς καύσεως οὔτε μετά ἀπό αὐτήν, ἐφ' ὅσον στήν πρώτη περίπτωση δέν θά ἀκολουθήση ταφή καί στήν δεύ­τερη δέν θά ὑπάρχει σῶμα, ἀλλά τέφρα.
Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά μείνη ἀνεπηρέαστη ἀπό τό κοσμικό πνεῦμα καί νά ἐξακολουθῆ νά κηδεύη καί νά ἐνταφιάζη τά σώματα, τά ὁποῖα μπορεῖ νά εἶναι καί λείψανα, καί τά ὁποῖα θά κοιμοῦνται ἀναμένοντας τήν ἀνάστασή τους καί ὅταν γίνεται ἐκταφή νά μπορῆ νά διαπιστώνεται ἡ ἁγιότητα τοῦ κεκοιμημένου. Διότι ἡ ἀφθαρσία καί ἡ θαυματουργία τῶν λειψάνων εἶναι τεκμήριο θεώσεως τοῦ ἀν­θρώπου, ἀφοῦ ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ διαπορθμεύεται καί σέ ὁλόκληρο τό σῶμα. Καί ἀσφαλῶς, ἡ βεβαίωση ὑπάρξεως ἑνός ἁγίου ἔχει βαθειά σημασία, γιατί τότε θά ξέρουμε ὅτι οἱ πρεσβεῖες του θά συντελοῦν καί στήν δική μας σωτηρία».
Κατόπιν αὐτῶν, θὰ μπορούσαμε συμπερασματικά, νὰ ποῦμε τὰ ἑξῆς:
(α) Θὰ πρέπει νὰ ἐμμείνουμε στὴν συμβατὴ μὲ τὴν παράδοση καὶ θεολογία διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας δίχως φανατισμούς, δίχως ὅμως καὶ καμμία ὑπο­χώρηση. Ἡ ἀπαίτηση τῆς καύσης τῶν νεκρῶν ἀποτελεῖ στὴ βάση καὶ τὰ ἐλα­τήριά της κίνηση ἀμφισβήτησης θεμελειωδῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεώς μας.
Ἡ Ἐκκλησία ἀπορρίπτει τὴν καύση γιατὶ ἀδυνατεῖ μὲ αὐτὴν νὰ ἀντικα­τα­στήσει τὴ βεβαιότητα καὶ εὐλογία τῆς ταφῆς. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑποτάξει τὸν σεβα­σμὸ της πρὸς τὴν ἱερότητα τοῦ σώματος στὰ πείσμονα μηδενιστικὰ κηρύγ­ματα τῆς ἐποχῆς μας. Δὲν μπορεῖ κάτι βίαιο νὰ τὸ προσφέρει ὡς ἐναλλα­κτικὴ δυνατό­τητα δίπλα σὲ κάτι ἅγιο. Σὲ αὐτὸ πρέπει νὰ μείνουμε ἀνυποχώρητοι, ἔστω καὶ ἂν ὑπάρχει ἔντονη πολεμική ἢ ἀπόρριψη.
(β) Εἶναι ἀναγκαῖο ὅμως νὰ διορ­θώ­σουμε καὶ τὰ δικά μας λάθη, νὰ συμ­πλη­ρώσουμε τὶς παρα­λήψεις μας, νὰ βελτιώσουμε τὸ ἦθος τῆς παρουσίας μας καὶ ἔτσι νὰ μιλήσουμε ταπεινὰ γιὰ τὴν ταφὴ ὅπως τὴ ζεῖ ἡ Ἐκ­κλησία μας καὶ ἡ θεο­λογία της. Διαφορετικὰ ὁ λόγος μας εἶναι σκληρὸς καὶ αὐτοαναιρετικός. Ἐμεῖς δίνουμε ἐπιχειρήματα στοὺς ἄλλους.
Ὀφείλουμε ὡς Ἐκκλησία, ἐφ’ ὄσον ἐπιμένουμε στὴ μεγάλη σημασία τῆς ταφῆς, νὰ περιβάλλουμε τὶς σχετικὲς τελετουργικὲς πράξεις κηδεία, ταφή, ἐπιμνη­μόσυνη δέη­ση, ἐκταφή, φύλαξη τῶν ὀστῶν, μὲ ἀνάλογη πρὸς τὰ ψαλλόμενα καὶ θεο­λογικῶς ὑποστηριζόμενα τάξη, σοβαρότητα, καθαρότητα, σεβασμό, ἀνθρω­πιά, αἰσθητική. Θὰ μποροῦσε ἡ φροντίδα τῆς ἐπιστροφῆς μας στὴν ποιο­τικὴ βελτίωση ὅλων αὐτῶν τῶν ἀκολουθιῶν νὰ λειτουργήσει τόσο θερα­πευτικὰ καὶ παρηγορητικὰ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ τελικὰ τὸ ὅλο θέμα νὰ ἐκφυλι­σθεῖ. Πολὺ εὔκολα ἀντικαθιστᾶ κανεὶς τὴν αἴσθηση τῆς ἐκμε­τάλ­λευσης ἢ τὴν ἀγανά­κτηση ποὺ προκαλεῖ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀναισθησία μὲ μιὰ μηδενιστικὴ ἐπιλογή. Πολὺ δύσκολα ὅμως θὰ μποροῦσε νὰ ἀρνηθεῖ στὸν πόνο του τὸ χάδι τῆς ἐλπίδας, τῆς ἀνακούφισης, τῆς εὐγενικῆς παραμυθίας, τῆς ἀλήθειας.
(γ) Πρέπει νὰ διδάξουμε μὲ εὐγένεια, νὰ ἐξηγήσουμε μὲ ὑπομονὴ καὶ νὰ ἀκούσουμε μὲ ἀγάπη τὸν λαό μας ἀκόμη καὶ ὅταν ἐκτρέπεται. Ἡ παράδοσή μας εἶναι πολὺ ἀληθινὴ καὶ ἀνθρώπινη. Εἶναι ἀνάγκη νὰ μιλήσουμε στὴ διάλεκτο αὐτῶν ποὺ ἐπιχειρηματο­λογοῦν ἀντίθετα, μὲ φρόνημα ὅμως καὶ τρόπο ἐντε­λῶς διαφορετικό. Ἕνας τέτοιος λόγος ἐμπνέει καὶ καλλι­εργεῖ, ἀκόμη καὶ ἄν δὲν κατα­θέτει τὴν καλύτερη ἐπιχειρηματολογία.
Ἡ ἐπιμονὴ τῆς ἀποτέφρωσης εἶναι ἁμαρτία ὄχι τόσο γιὰ τὴ βιαιότητα τῆς καύσης –καὶ γι’ αὐτό- ὅσο γιὰ τὴ λάθος σχέση μας μὲ τὴν Ἐκκλησία. Κάθε ἀπό­κλιση ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀποξένωση ἀπὸ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀνυπακοή μας στὶς προτροπὲς καὶ ἀποφάσεις της κλονίζει τὴν ἴδια τὴ σχέση μας μὲ τὸν Κύριο. Μὲ τὴν Ἐκκλησία δὲν συζητοῦμε, δὲν διεκδικοῦμε τὸ δίκαιό μας, δὲν προσπαθοῦμε νὰ πείσουμε μὲ ἐπιχειρήματα γιὰ τὸ δῆθεν λάθος της. Στὴν Ἐκκλησία ἐξομολογούμεθα, μαθητεύουμε καὶ ὑπακούουμε∙ καταθέτουμε τὰ ἐρωτή­ματά μας καὶ συμμορφούμεθα μὲ τὶς ἀποφάσεις της. Πῶς μπορεῖ νὰ δικαιολογηθεῖ ἡ δυσκολία κάποιου νὰ συμμορφωθεῖ;
(δ) Γιὰ ὅσους ἐπιμένουν στὴν καύση, μάλιστα μὲ δημόσια δήλωση ἀπιστίας στὴν αἰώνια ζωή ἢ ἀσεβείας καὶ περιφρόνησης τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει κανένας ἀπολύτως λόγος νὰ τελεσθεῖ ἐξόδιος ἀκο­λουθία ἢ ἐπιμνημόσυνη δέηση. Αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ σεβαστεῖ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀπόρριψη τῆς διδα­σκα­λίας της ἀπὸ τὸν ἴδιο καὶ ὄχι ἡ ἐνδεχόμενη ἐπιθυμία τῶν συγγε­νῶν, συχνὰ γιὰ κοι­νω­νικοὺς λόγους, τῆς τελέσεως ἐπικηδείου καὶ ἐπιμνημοσύνου ἀκολουθίας. Οἱ ἀκολουθίες αὐτὲς προϋποθέτουν τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα τοῦ ἀποθανόντος στὴ μετὰ θάνατον ζωὴ καὶ τὸν σεβασμό του στὴν Ἐκκλησία. Δὲν τελοῦνται γιὰ κοινω­νικοὺς λόγους ποὺ ἱκανοποιοῦν τὶς ἐπιθυμίες, τὶς ἀνάγκες ἢ τὰ συναισθήματα τῶν συγγενῶν, ἀλλὰ ἀποτελοῦν προσευχὲς καὶ ἐκτενεῖς δεήσεις τῆς Ἐκκλησίας ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐκφράζει τὴν ἀγάπη της στὸν ἀποθανόντα ὡς πίστη στὸν Κύριο, ἐλπίδα στὴ σωτηρία, πόθο μετοχῆς στὴν αἰώνια ἐξανάσταση καὶ αἴτηση συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτιῶν παρὰ τοῦ Κυρίου. Πῶς νὰ ψάλουμε «Μακαρία ἡ ὁδός...» σὲ κάποιον ποὺ δηλώνει πίστη στὴ μετὰ θάνατον ἀνυπαρξία του;
Ἡ Ἐκκλησία μὲ κανέναν τρόπο δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ μειώσει τὸν ἀπόλυτο χαρα­κτήρα αὐτῆς τῆς διδασκαλίας της. Κάτι τέτοιο ἀποδυναμώνει τὴ σχέση της μὲ τὴν ἀλήθεια.
(ε) Σὲ περιπτώσεις ὅμως ποὺ κάποιοι χωρὶς νὰ ἀσεβοῦν στὴν Ἐκκλησία, δυσκολεύονται νὰ συμμορφωθοῦν μὲ τὴ διδασκαλία της, ἐνδεχομένως γιὰ λόγους ψυχολογικοὺς ἢ ἐσφαλμένης οἰκολογικῆς συνείδησης ἢ κοινωνικῆς πίεσης ἢ πα­ρα­πλάνησης, θὰ μπορούσαμε νὰ συζητήσουμε τὸ ἐνδεχόμενο κάποιας οἰκονομίας.
Ἐὰν ἡ Ἱερὰ Σύνοδος συμφωνήσει ὅτι ὑπάρχουν τέτοια περιθώρια, τότε θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν τελέσουμε μὲν ἀκολουθία ἀλλὰ νὰ ἔχουμε τὴν ἑτοιμό­τητα νὰ διαβάσουμε κατ’ οἰκονομίαν μία δέηση ὥστε νὰ μὴν φύγουν κατὰ τὸ δὴ λεγό­με­νον ἀδιά­βαστοι. Ἡ περίπτωση αὐτὴ ἐνέχει τὸ μειονέκτημα ὅτι εἰσά­γει κάτι και­νούργιο στὸ Εὐχολόγιο ποὺ μπορεῖ νὰ δημιουργήσει ἐνστάσεις καὶ παρερμηνεῖες.
Στὴν περίπτωση ὅμως συμφώνου γνώμης τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἡ δέηση αὐτὴ θὰ μπο­ροῦσε νὰ τελεσθῇ μὲ κάποιους ὅρους, δεῖγμα τῶν ὁποίων καὶ κατα­θέτω ὡς ἁπλῆ σκέψη, γιὰ ἐπεξεργασία ἀπὸ τοὺς ἁρμοδίους:
1) Μὲ τὴν κατὰ περίπτωσιν ἄδεια τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου καὶ μόνον,
2) Μὲ τὴν ἐμφανῆ αἴσθηση ὅτι δὲν ὑποχωροῦμε ἀλλὰ οἰκονο­μοῦμε,
3) Ἡ δέηση δὲν πρέπει νὰ ἀποκαλεῖται ἐπικήδειος, διότι δὲν ἔχει χαρα­­κτή­ρα κηδείας, δηλαδή φροντίδος τοῦ σώματος, ἀλλὰ κάπως διαφο­ρε­τικά, ἴσως νεκρώ­σιμος συγχωρητικὴ δέησις. Ὁ νεκρὸς πρέπει νὰ ἀποκαλεῖται νεκρὸς ἢ του­λάχιστον ἀποθανὼν ἢ ἐκλιπὼν καὶ ἴσως ὄχι κεκοιμημένος.
4) Ἡ νεκρώσιμος δέησις θὰ πρέπει νὰ εἶναι κυρίως συγχωρητικοῦ χαρα­κτῆρος, σαφῶς διαφοροποιημένη ἀπὸ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία, δηλαδὴ νὰ ἀπο­τε­λεῖται ἀπὸ ψαλμοὺς καὶ εὐχὲς συγχωρήσεως τοῦ ἀποθανόντος (κατὰ τὸ προ­η­γούμενο τῆς ἀκολουθίας τοῦ στεφανώματος εἰς διγάμους) καὶ ἀπὸ προσευχὲς ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς του.
5) Ἡ δέηση δὲν θὰ πρέπει νὰ περιλαμβάνει τίποτε γιὰ τὴ δόξα τοῦ σώμα­τος ἢ γιὰ τὴ βεβαιότητα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀποθανόντος (ὄχι κοιμη­θέντος, π.χ. «Μα­κα­ρία ἡ ὁδός …», «Ἄμωμοι ἐν ὁδῶ …», «Μετὰ πνευμάτων δικαίων» κ.λπ.). Ἐπίσης τίποτε ἀπὸ τὴν ἐκκλησια­στι­­κὴ φιλο­σοφία τοῦ θανάτου (Ὀκτώηχα τρο­πάρια, μακα­ρισμοί). Σὲ μία τέ­τοια δέηση, ὁ ἱερέας δὲν δίδει συγ­χώ­ρηση κατὰ τὴν ἀπο­στολική του ἐξουσία («ὅσα ἂν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς … ὅσα ἂν δήσητε…» κ.λπ.), ἀλλὰ αἰτεῖται τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἀποθανόντα, τὸν ὁποῖ­ον, ὡς ἐκ τούτου, δὲν συνο­δεύει ἡ συγχώρηση τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ ἡ προσ­ευχή της.
6) Ἡ δέηση δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τὴ χαρὰ καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς κανο­νικῆς κηδείας. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν πρέπει νὰ περιλαμβάνει μουσικοὺς ὕμνους. Μπορεῖ νὰ ἀπο­τελεῖται μόνον ἀπὸ διαβαστὰ κείμενα, ψαλμούς, εὐχές, δεήσεις. Ἐπίσης δὲν ἀρχί­ζει δοξολογικὰ μὲ «Εὐλογητὸς ὁ Θεός…», ἀλλὰ μὲ «Πρόσχωμεν! Ἀμήν» (ἐκ τρίτου) ἢ κάτι ἀνάλογο.
7) Θὰ πρέπει νὰ τελεῖται μόνο σὲ κοιμητηριακὸ ναὸ μὲ κρεματόριο, ὄχι σὲ ἐνοριακὸ ναό, παρεκκλήσι ἤ φυσικὰ μοναστήρι.
8) Νὰ τελεῖται κατὰ προτίμησιν γιὰ τὸν νεκρὸ καὶ ὄχι ἐνώπιον τοῦ νεκροῦ (γιὰ νὰ μὴν θεωρεῖται ἐπικήδειος ἀκολουθία) ἤ, ἐὰν ἀκολουθηθεῖ ἡ πλέον οἰκο­νομικὴ ὁδός, μόνον ἐνώπιον τοῦ νεκροῦ σώματος καὶ φυσικὰ πρὸ τῆς ἀποτε­φρώσεως καὶ ποτὲ ἐνώπιον τῆς τεφροδόχου. Ἐπίσης, ποτὲ ἀνεξαι­ρέτως δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ τελεσθεῖ κάποιας μορφῆς ταφὴ στὴν τέφρα, ἂν μᾶς ζητηθεῖ.
9) Μία τέτοια δέηση δὲν τελεῖται ποτὲ ἀπὸ ἐπίσκοπο ἢ μὲ συλλεί­τουργο. Τὴν διαβάζει μόνος του ἕνας ἱερέας, μὲ ἐπιτραχήλιον, ἄνευ φελωνίου, ἄνευ θυμιά­ματος καὶ δὲν ἐκφωνεῖται ἐκκλησιαστικὸς λόγος.
10) Τὴν ἴδια δέηση θὰ μποροῦσε ἡ Ἐκκλησία νὰ διαβάζει σὲ αὐτό­χειρες ποὺ σίγουρα διέπραξαν τὴν αὐτοκτονία ἀλλὰ μὲ ἀδιευκρίνιστους ὅρους καὶ τοὺς ὁποίους αἰσθάνεται ὅτι μπορεῖ καὶ πρέπει κάπως νὰ οἰκο­νο­μήσει. Τὸ ἴδιο καὶ σὲ περιπτώσεις ἐμφανῶς ἐκτραπέντων καὶ μὴ μετανο­η­σάντων (π.χ. βλασφήμων, δολοφόνων, ὅσων ἔχασαν τὴ ζωή τους κατὰ τὴ διάρκεια ἐγκλη­ματικῆς ἐνέργειας κ.λπ.) γιὰ τοὺς ὁποίους δὲν ὑπάρχει τὸ ὑπόβαθρο παροχῆς συγχωρήσεως (ἀφοῦ ἔφυγαν καθ' ὅλες τὶς ἐνδείξεις χωρὶς μετάνοια), ὑπάρχουν ὅμως τὰ περιθώρια τοῦ θεϊκοῦ ἐλέους (ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εὔχεται γιὰ ὅλους).
11) Ἡ ἴδια ἀκολουθία θὰ μποροῦσε νὰ ἀναγνωσθεῖ καὶ ἀντὶ ἐπιμνη­μο­σύνου δεήσεως συνολικὰ τρεῖς φορές.
12) Τέλος καλὸ θὰ ἦταν νὰ ληφθεῖ πρόνοια ὥστε νὰ συνταχθεῖ μία σύντομη ἀκολουθία τῆς ἐκταφῆς μὲ ἐλπιδοφόρο μήνυμα, ἀναστάσιμη θεο­λογία καὶ κάποιο ἁπλὸ ἀλλὰ ὄμορφο τελετουργικό, ἐμπνευσμένη ἀπὸ τὸ ἦθος τῶν ἑορτῶν ἀνακομιδῆς τιμίων λειψάνων ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὅλα αὐτὰ βέβαια ἐπαφίενται στὴ σοφὴ κρίση τῆς Ἱεραρχίας. Ἐκεῖνο ποὺ ἐν κατακλεῖδι θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε εἶναι ὅτι, ἐνῶ οἱ μεγάλες ἀλλαγὲς στὶς κοινωνικὲς ἀντιλήψεις καὶ στὸ ὑπὸ συζήτησιν θέμα καὶ σὲ ἄλλα συναφῆ φαίνεται πὼς ἀποτελοῦν μεγάλες προκλήσεις γιὰ τὴ σχέση τῶν πιστῶν μὲ τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία και ἐνδεχομένως νὰ τραυματίζουν, ταυτόχρονα ἀποτελοῦν καὶ μονα­δικὲς εὐκαιρίες γιὰ τὴ σχέση καὶ τὴν ποιμαντικὴ τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ σῶμα τῶν πιστῶν. Εἶναι εὐκαιρία νὰ προβάλουμε τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ταφῆς.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ἀντουράκη, Γεωργίου: Ταφή, καύση καὶ ἀνάσταση νεκρῶν, Ἀθήνα 1981.
Θεοδωρίδου, Δημητρίου: Ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν
Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ταφὴ ἢ καύση τῶν νεκρῶν; ΕΚΥΟ, Ἀθῆναι 2002.
Λέκκου, Εὐαγγέλου: Ταφὴ ἢ καύση τῶν νεκρῶν, ἐκδ. Ἀποστ. Δικαονίας, Ἀθῆναι 1994.
Μαντζουνέα, Εὐαγγέλου: Ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν, Ἀθῆναι 1987.
Μητρ. Κυθήρων Μελετίου (Γαλανοπούλου): Διατὶ ταφὴ καὶ ὄχι καῦσις τῶν νεκρῶν, Ἀθῆναι 1962.
Μπαλάνου, Δημητρίου: Ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν ὑπὸ θρησκευτικὴν ἔποψιν
Μπούμη, Παναγιώτη: Ἡ καύση τῶν σωμάτων, ἐκδ. Ἑπτάλοφος, 1999.



ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Μητρ. Μεσσηνίας Χρυσοστόμου (Σαββάτου): Ταφὴ ἢ καύση τῶν νεκρῶν; Ἡ ἀπάντηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα, ΙΘΩΜΗ, αρ. τεύχ. 57 (58), 2008, σσ. 11-14.
Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου (Βλάχου): Ἡ θεολογικὴ ἄποψη καὶ οἱ ἐκκλη­σιολογικὲς συνέπειες τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν, Ταφὴ ἢ καύση τῶν νεκρῶν; Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ΕΚΥΟ, Ἀθῆναι 2002.
Ἀρχιμ. Νικολάου Χατζηνικολάου: Καύση νεκρῶν: ἀμετάκλητη λήθη ἢ αιὠνια μνήμη; ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 17.1.1999.
Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ: Ἡ ταφὴ τῶν νεκρῶν καρδιὰ τοῦ πολιτι­σμοῦ μας, ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ, 25.2.1999