Ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ
ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Δωδεκάορτο. Εἰσαγωγὴ στὴν ὀρθόδοξη Χριστολογία»
Ἱεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου
Ἱεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου
Σαράντα ἡμέρες ἀπὸ τὴν κατὰ σάρκα Γέννησή Του ὁ Χριστὸς προσφέρθηκε στὸν Ναό, σύμφωνα μὲ τὰ καθιερωμένα ἀπὸ τὸν νόμο. Καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖ στὸν Ναὸ τοῦ ἔγινε ὑποδοχὴ ἀπὸ πνευματοκίνητους ἀνθρώπους, καὶ μάλιστα ἐπειδὴ ὁ Συμεὼν τὸν πῆρε στὴν ἀγκαλιά του, γι᾿ αὐτὸ καὶ λέγεται Ὑπαπαντή. Ἡ λέξη προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα ὑπαντάω καὶ σημαίνει ἔρχομαι σὲ συνάντηση κάποιου.
Ἡ Ἐκκλησία καθόρισε ἡ μεγάλη αὐτὴ Δεσποτικοθεομητορικὴ ἑορτὴ νὰ ἑορτάζεται τὴν 2α Φεβρουαρίου, γιατὶ αὐτὴ ἡ ἡμέρα εἶναι ἡ τεσσαρακοστὴ ἀπὸ τὴν 25η Δεκεμβρίου, ποὺ ἑορτάζεται ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ κατὰ σάρκα. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο διαιρεῖ τὸν ἐτήσιο χρόνο μὲ τοὺς σταθμοὺς τῆς θείας οἰκονομίας καὶ τὸν εὐλογεῖ. Ταυτόχρονα δίνει στὸν ἄνθρωπο τὴν δυνατότητα νὰ μυηθῇ στὸ μεγάλο μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ θεοῦ.
Τὸ περιστατικὸ τῆς προσφορᾶς τοῦ Χριστοῦ στὸν Ναό, κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἀπὸ τὴν Γέννησή Του περιγράφεται μόνον ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ (Λουκ. β´ 22-39).
ιγ´
Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ τελευταῖο δείχνει ὅτι ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς δὲν εἶναι ἁπλῶς μία ἑορτὴ ποὺ ἀναφέρεται ἁπλῶς στὸν Δεσπότη Χριστὸ καὶ ὑποδηλώνει ἕναν ἀπὸ τοὺς σταθμοὺς τῆς θείας Οἰκονομίας, ἀλλὰ καὶ μία ἑορτὴ τοῦ ἄνθρωπου ποὺ ζῇ μὲ τὸν Χριστό.
Ἡ Ἐκκλησία τὴν ἑορτὴ τοῦ σαραντισμοῦ τοῦ Χριστοῦ τὴν ἔκανε καὶ τελετή, ἀκολουθία σαραντισμοῦ κάθε ἄνθρωπου, μετὰ τὴν γέννησή του. Τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἀπὸ τὴν γέννηση προσφέρεται τὸ βρέφος στὸν Ναὸ ἀπὸ τὴν μητέρα του. Αὐτὴ ἡ προσφορὰ ἔχει διπλὴ σημασία καὶ ἔννοια.
Πρῶτον, εὐλογεῖται ἡ μητέρα γιὰ τὸ τέλος τοῦ καθαρισμοῦ της ἀπὸ τὰ αἵματα τῆς λοχείας. Ἡ Ἐκκλησία, ὅπως εὔχεται γιὰ κάθε ἀσθένεια, ἔτσι καὶ εὔχεται γιὰ τὴν γυναίκα ποὺ γέννησε καὶ εἶναι φυσικὸ νὰ αἰσθάνεται κόπο καὶ σωματικὴ ἀδυναμία. Προσεύχεται νὰ τὴν καθαρίσῃ καὶ γιὰ τὸν λόγο ὅτι ὁ τρόπος γεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τὸν γνωρίζουμε σήμερα, εἶναι μεταπτωτικός.
Δεύτερον, εἶναι τελετὴ εὐχαριστήρια γιὰ τὴν γέννηση ἑνὸς παιδιοῦ. Ἐπειδὴ ἡ σύλληψη καὶ ἡ γέννηση ἑνὸς ἄνθρωπου δὲν εἶναι ἁπλῶς ἔργο τῆς φύσεως, ἀλλὰ τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτὸ αἰσθανόμαστε ὅτι ἀνήκει στὸν Θεό. Ἔτσι, τὸ προσφέρουμε στὸν Θεὸ καὶ Ἐκεῖνος διὰ τοῦ Ἱερέως μᾶς τὸ παραχωρεῖ ἐκ νέου γιὰ νὰ τὸ μεγαλώσουμε. Ὅμως στὴν πραγματικότητα ἀνήκει στὸν Θεό.
Πρέπει ὅμως νὰ προσφέρουμε στὸν Θεό, στὸ ἄνω θυσιαστήριο, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ἀντὶ τοῦ ζεύγους τρυγόνων τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, καὶ ἀντὶ τῶν δύο νεοσσῶν περιστερῶν νὰ προσέχουμε πολὺ ὄχι μόνο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων. Καί, ὅπως ὁ Χριστὸς ἐτέλεσε ὅλα τὰ τοῦ νόμου καὶ ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα Του, πληρούμενος καὶ προκύπτοντας στὴν σοφία, ἔτσι καὶ ἐμεῖς νὰ ἐπιστρέψουμε στὴν ἀληθινή μας πατρίδα, ποὺ εἶναι ἡ ἐπουράνιος Ἱερουσαλήμ, ἀφοῦ ζήσουμε πνευματικῶς κατὰ τὸν θεῖο νόμο καὶ προκόψουμε στὴν σοφία καὶ τὴν χάρη καὶ φθάσουμε στὸ μέτρο τῆς ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ, τελειούμενοι κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπο καὶ γενόμενοι ἐνδιαίτημα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Εἶναι καθῆκον μας, κατὰ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, νὰ ὁμοιάσουμε μὲ τὸν δίκαιο Συμεὼν καὶ τὴν Προφήτιδα Ἄννα. Πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ συναντήσουμε τὸν Χριστὸ μὲ σωφροσύνη, καθαρότητα, ἀκακία, ἀμνηστία, καὶ γενικῶς μὲ φιλοθεΐα καὶ φιλανθρωπία. Δὲν μπορεῖ κανεὶς μὲ ἄλλο τρόπο νὰ συναντήσῃ τὸν Χριστό, τὴν ἀληθινὴ ζωή.
Ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ δείχνει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ζωὴ καὶ τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἀποβλέπη στὴν ἀπόκτηση αὐτοῦ του ἐνυποστάτου φωτὸς καὶ τῆς ἐνυποστάτου ζωῆς. Ἡ Ἐκκλησία ψάλλει παρακλητικά: «Λάμπρυνόν μου τὴν ψυχὴν καὶ τὸ φῶς τὸ αἰσθητόν, ὅπως ἴδω καθαρῶς καὶ κηρύξω σὲ Θεόν». Γιὰ νὰ κηρύξῃ κανεὶς τὸν Θεὸ πρέπει νὰ τὸν δῇ καθαρά. Μόνον οἱ ὀρῶντες τὸν Θεὸ ἢ τουλάχιστον ἐκεῖνοι ποὺ δέχονται τὴν πείρα τῶν ὀρώντων, μποροῦν νὰ γίνωνται διδάσκαλοι. Ἀλλά, γιὰ νὰ δῇ κανεὶς τὸν Θεὸ πρέπει προηγουμένως νὰ λαμπρυνθῇ, νὰ φωτισθῇ ὡς πρὸς τὴν ψυχὴ καὶ τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις. Τότε ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ γίνεται καὶ ἑορτὴ τῆς ὑπαπαντῆς τοῦ κάθε πιστοῦ.