Αναζήτηση σε αυτό το ιστολόγιο

Γλώσσα

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

Λίγα λόγια για την νηστεία των Χριστουγέννων

Για τη Νηστεία των Χριστουγέννων
Πότε, γιατί καί πῶς;
τοῦ Σεβ. Μητρ. Νέας Σμύρνης κ. Συμεών
1. Δεύτερη μακρά περίοδος νηστείας μετά τή Μεγάλη Τεσσα­ρακοστή εἶναι ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων, γνωστή στή γλώσ­σα τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ μας καί ὡς σαραντά(η)μερο. Περιλαμ­βά­νει καί αὐτή σαράντα ἡμέρες, ὅμως δέν ἔχει τήν αὐστηρότητα τῆς νη­στείας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἀρχίζει τήν 15η Νοεμβρί­ου καί λήγει τήν 24η Δεκεμβρίου.

 2. Ἡ ἑορτή τῆς κατά σάρκα Γεννήσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τή δεύτερη μεγάλη Δεσποτική ἑορτή τοῦ χρι­στιανικοῦ ἑορτολογίου. Μέχρι τά μέσα τοῦ Δ΄ αἰώνα ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς συνεόρταζε τή γέννηση καί τή βάπτιση τοῦ Χρι­στοῦ ὑπό τό ὄνομα τά Ἐπιφάνεια τήν ἴδια ἡμέρα, στίς 6 Ἰανουα­ρίου. Τά Χριστούγεννα ὡς ξεχωριστή ἑορτή, ἑορταζομένη στίς 25 Δεκεμβρίου εἰσήχθη στήν Ἀνατολή ἀπό τή Δύση περί τά τέλη τοῦ Δ΄ αἰώνα.


 Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, πού πρῶτος ὁμιλεῖ γιά τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων, τήν ὀνομάζει «μητρόπολιν πασῶν τῶν ἑορτῶν» (PG 48, 752) καί μᾶς πληροφορεῖ περί τό 386 ὅτι «οὔπω δέ­κατόν ἐστιν ἔτος, ἐξ οὗ δήλη καί γνώριμος ἡμῖν αὕτη ἡ ἡμέρα (τῆς ἑορτῆς) γε­γένηται» (PG 49, 351).

 Μέ τή διαίρεση τῆς ἄλλοτε ἑνιαίας ἑορτῆς καί τήν καθιέρωση τῶν τριῶν ξεχωριστῶν ἑορτῶν, τῆς Γεννήσεως τήν 25η Δεκεμ­βρίου, τῆς Περιτομῆς τήν 1η καί τῆς Βαπτίσεως τήν 6η Ἰανουα­ρί­ου, διαμορφώθηκε καί τό λεγόμενο Δωδεκαήμερον, δηλαδή τό ἑόρ­τιο χρονικό διάστημα ἀπό τίς 25 Δεκεμβρίου ὥς τίς 6 Ἰανουα­ρίου. Ἔτσι διασώθηκε κατά κάποιο τρόπο ἡ ἀρχαία ἑνότητα τῶν δύο μεγά­λων ἑορτῶν τῆς Γεννήσεως καί τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου.

 3. Ἡ μεγάλη σημασία πού ἀπέκτησε μέ τήν πάροδο τοῦ χρό­νου στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ἡ νέα ἑορτή τῶν Χριστουγέν­νων καί ἡ εὐλάβεια τῶν πιστῶν καί ἰδιαίτερα τῶν μοναχῶν, ἀπο­τ­έλεσαν τίς προϋποθέσεις γιά τήν καθιέρωση καί τῆς πρό τῶν Χρι­στουγέννων νηστείας. Σ' αὐτό ἀσφαλῶς ἐπέδρασε καί ἡ δια­μορ­φωμένη ἤδη τεσσαρακονθήμερη νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσα­ρα­κοστῆς πού προηγεῖτο τοῦ Πάσχα.

 Ὅπως ἡ ἑορτή ἔτσι καί ἡ νηστεία, ὡς προετοιμασία γιά τήν ὑπο­δοχή τῶν γενεθλίων τοῦ Σωτῆρος, ἐμφανίστηκε ἀρχικά στή Δύση, ὅπου ἡ νηστεία αὐτή ὀνομαζόταν Τεσσαρακοστή τοῦ ἁγίου Μαρτίνου ἐπειδή ἄρχιζε ἀπό τήν ἑορτή τοῦ ἁγίου τούτου τῆς Δυ­τικῆς Ἐκκλησίας. Τό ἴδιο ἐπανελήφθη καί σ΄ ἐμᾶς, ὅπου πολλοί τή νηστεία τῶν Χριστουγέννων ὀνομάζουν τοῦ ἁγίου Φιλίππου ἐπει­δή προφανῶς ἀρχίζει τήν ἑπομένη τῆς μνήμης τοῦ Ἀποστόλου.

 Οἱ πρῶτες ἱστορικές μαρτυρίες, πού ἔχουμε γιά τή νηστεία πρό τῶν Χριστουγέννων, ἀνάγονται γιά τή Δύση στόν Ε' καί γιά τήν Ἀνατολή στόν ΣΤ΄ αἰώνα. Ἀπό τούς ἀνατολικούς συγγραφεῖς σ΄αὐτήν ἀναφέρονται ὁ Ἀναστάσιος Σιναΐτης, ὁ πατριάρχης Κων­σταντινουπόλεως Νικηφόρος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ἅγιος Θεό­δω­ρος ὁ Στουδίτης, καθώς ἐπίσης καί ὁ πατριάρχης Ἀντιοχείας Θεό­δωρος Βαλσαμών.

 4. Ἡ νηστεία στήν ἀρχή, καθώς φαίνεται, ἦταν μικρῆς διάρ­κειας. Ὁ Θεόδωρος Βαλσαμών, πού γράφει περί τόν ΙΒ΄ αἰώνα –καί κατά συνέπεια μᾶς πληροφορεῖ γιά τά ὅσα ἴσχυαν στήν ἐπο­χή του–, σαφῶς τήν ὀνομάζει «ἑπταήμερον». Ὅμως ὑπό τήν ἐπί­δρα­ση τῆς νηστείας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἐπεξετάθη καί αὐτή σέ σαράντα ἡμέρες, χωρίς ἐν τούτοις νά προσλάβει τήν αὐστηρό­τητα τῆς πρώτης.

 Πῶς θά πρέπει νά τή νηστεύουμε; Καθ' ὅλη τή διάρκεια τοῦ σα­ρανταημέρου δέν καταλύουμε κρέας, γαλακτερά καί αὐγά. Ἀντί­θε­τα, ἐπιτρέπεται νά καταλύουμε ψάρι ὅλες τίς ἥμερες –πλήν, φυσι­κά, τῆς Τετάρτης καί τῆς Παρασκευῆς– ἀπό τήν ἀρχή μέχρι καί τήν 17η Δεκεμβρίου. Ψάρι καταλύουμε ἐπίσης καί κατά τήν ἑορτή τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, ὁποιαδήποτε ἡμέρα κι ἄν πέσει.
 Ἀπό τήν 18η μέχρι καί τήν 24η Δεκεμβρίου, παραμονή τῆς ἑορ­τῆς, ἐπιτρέπεται ἡ κατάλυση οἴνου καί ἐλαίου μόνο –ἐκτός, βέβαια, τῶν ἡμερῶν Τετάρτης καί Παρασκευῆς πού θά παρεμ­βληθοῦν καί κατά τίς ὁποῖες τηροῦμε ἀνέλαιη νηστεία. Ἐπίσης μέ ξηροφαγία θά πρέπει νά νηστεύουμε τήν πρώτη ἡμέρα τῆς νη­στείας, 15η Νοεμβρίου, καθώς καί τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς, ἐκτός βέβαια κι ἄν πέσουν Σάββατο ἤ Κυριακή.

ΝΗΣΤΕΙΑ: ΑΠΟΧΗ ΑΠΟ ΠΑΣΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ
«Ἐπίσης ὀφείλουμε νά μήν τηροῦμε μόνο τήν τάξη τῆς νη­στείας πού ἀφορᾶ τίς τροφές, ἀλλά νά ἀπέχουμε καί ἀπό κά­θε ἁμαρτία, ἔτσι ὥστε, ὅπως νηστεύουμε ὡς πρός τήν κοι­λιά, νά νηστεύουμε καί ὡς πρός τή γλώσσα, ἀποφεύγοντας τήν κατα­λαλιά, τό ψέμα, τήν ἀργολογία, τή λοιδορία, τήν ὀργή καί γενικά κάθε ἁμαρτία πού διαπράττουμε μέσῳ τῆς γλώσσας.

Ἐπίσης χρειάζεται νά νηστεύουμε ὡς πρός τά μάτια. Νά μή βλέπουμε μάταια πράγματα. Νά μήν ἀποκτοῦμε παρρη­σία διά μέσου τῶν ματιῶν. Νά μήν περιεργαζόμαστε κάποιον μέ ἀναίδεια. Ἀκόμη θά πρέπει νά ἐμποδίζουμε τά χέρια καί τά πόδια ἀπό κάθε πονηρό πράγμα.

Μέ αὐτό τόν τρόπο νηστεύοντας μιά νηστεία εὐπρόσδε­κτη στόν Θεό καί ἀποφεύγοντας κάθε εἴδους κακία πού ἐνερ­γεῖ­ται διά μέσου τῆς καθεμιᾶς ἀπό τίς αἰσθήσεις μας, θά πλη­σιά­ζουμε, ὅπως εἴπαμε, τήν ἁγία ἡμέρα τῆς Χριστουγέννων ἀναγεν­νημένοι, καθαροί καί ἄξιοι τῆς μεταλήψεως τῶν ἁγίων μυστη­ρίων».

ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ
 [Συμεών Κούτσα (Μητρ. Νέας Σμύρνης), Ἡ νηστεία τῆς Ἐκκλησίας, 11η ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἀποστολική Διακονία, 2007), σσ. 88-92].