Αναζήτηση σε αυτό το ιστολόγιο

Γλώσσα

Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017

Τό Ἅγιο Δωδεκαήμερο

Τό Ἅγιο Δωδεκαήμερο
 
  Μέ­χρι τά μέ­σα τοῦ 4ου αἰ­ώ­να ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἑ­όρ­τα­ζε μα­ζί τή Γέν­νη­ση καί τήν Βά­πτι­ση τοῦ Χρι­στοῦ στίς 6 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου, μέ τό ὄ­νο­μα Ἐ­πι­φά­νεια. Στό τέ­λος τοῦ 4ου αἰ­ώ­να (386 μ.Χ.) πρῶ­τος ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος μι­λᾶ γιά τά Χρι­στού­γεν­να, χα­ρα­κτη­ρί­ζον­τάς τα ὡς «μη­τρό­πο­λιν πα­σῶν τῶν ἑ­ορ­τῶν» καί ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι ἀ­πό τό 376 μ.Χ. ἔ­γι­νε γνω­στή αὐ­τή ἡ ἑ­ορ­τή ξε­χω­ρι­στά στίς Ἐκ­κλη­σί­ες τῆς Ἀ­να­το­λῆς.

Ἔ­τσι δι­α­μορ­φώ­θη­κε τό «Δω­δε­κα­ή­με­ρο», δη­λα­δή τό χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα ἀ­πό ­τίς 25 Δε­κεμ­βρί­ου ἕ­ως τήν 6η Ἰ­α­νου­α­ρί­ου, κα­τά τό ὁ­ποῖ­ο ἑ­ορ­τά­ζου­με τά Χρι­στού­γεν­να (25 Δεκ.­), τήν Πε­ρι­το­μή (1 Ἰ­αν.) καί τήν Βά­πτι­ση (6 Ἰ­αν.)
Πα­ρα­μο­νή Χρι­στου­γέν­νων ἤ Με­γά­λες Ὧ­ρες Χρι­στου­γέν­νων
Σύμ­φω­να μέ τό τυ­πι­κό τῶν ἀ­κο­λου­θι­ῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ἄν ἡ πα­ρα­μο­νή τῶν Χρι­στου­γέν­νων τύ­χει Σάβ­βα­το ἤ Κυ­ρια­κή, ἡ Ἀ­κο­λου­θί­α τῶν Με­γά­λων Ὡ­ρῶν ψάλ­λε­ται τήν Πα­ρα­σκευ­ή.

Οἱ «Ὧ­ρες» εἶ­ναι ἀ­κο­λου­θί­ες τῆς Ἐ­κκλη­σί­ας μας, πού ψάλ­λον­ται σέ συγ­κε­κρι­μέ­νες ὧ­ρες τῆς ἡ­μέ­ρας (γι’ αὐ­τό λέ­γον­ται καί Ὧ­ρες), σύμ­φω­να μέ τόν βυ­ζαν­τι­νό τρό­πο με­τρή­σε­ως τοῦ χρό­νου, πού ἀν­τι­στοι­χεῖ ὡς ἑ­ξῆς: 
Πρώ­τη(Α) Ὥ­ρα: πε­ρί­που 6-7 τό πρω­ί, 
Τρί­τη(Γ): 9 τό πρω­ί, 
Ἕ­κτη(ΣΤ): 12 τό με­ση­μέ­ρι, 
Ἐ­νά­τη(Θ): 3 τό ἀ­πό­γευ­μα. 
Κά­θε ὥ­ρα ἔ­χει τό θέ­μα της: Α΄: τό φῶς τῆς ἡ­μέ­ρας καί τό φῶς τοῦ Χρι­στοῦ, 
Γ΄: κά­θο­δος τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος(Πεν­τη­κο­στή), 
ΣΤ΄: ὥ­ρα Σταύ­ρω­σης τοῦ Κυ­ρί­ου, 
Θ΄: ὥ­ρα θα­νά­του τοῦ Κυ­ρί­ου. 
Πε­ρι­λαμ­βά­νουν κα­θη­με­ρι­νά: τρεῖς ψαλ­μούς, ἕ­να τρο­πά­ριο μέ θε­ο­το­κί­ο, προ­κεί­με­νο ὥ­ρας, τρι­σά­γιο, τρο­πά­ρια καί μιά εὐ­χή σχε­τι­κή μέ τό θέ­μα. Ψάλ­λον­ται βα­σι­κά στά μο­να­στή­ρια. 
Στίς με­γά­λες γι­ορ­τές (Μ. Πα­ρα­σκευ­ή, Χρι­στού­γεν­να, Θε­ο­φά­νεια) ἀλ­λά­ζουν ἐν­τε­λῶς μορ­φή καί ἐ­πι­μη­κύ­νον­ται.
 Οἱ ψαλ­μοί εἶ­ναι ἀ­νά­λο­γοι τῶν ἑ­ορ­τῶν, ὑ­πάρ­χουν πε­ρισ­σό­τε­ρα ἐ­πί­και­ρα τρο­πά­ρια, ὑ­πάρ­χουν ἀ­να­γνώ­σμα­τα ἀ­πό τήν Πα­λαι­ά καί τήν Και­νή Δι­α­θή­κη. Γι’ αὐ­τό ὀ­νο­μά­ζον­ται καί Με­γά­λες Ὧ­ρες.

Οἱ Με­γά­λες Ὧ­ρες τῶν Χρι­στου­γέν­νων μᾶς προ­ε­τοι­μά­ζουν γιά τό γε­γο­νός τῆς Γεν­νή­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου καί πε­ρι­λαμ­βά­νουν πολ­λές προ­φη­τεῖ­ες, ἀ­πο­στο­λι­κά καί εὐ­αγ­γε­λι­κά ἀ­να­γνώ­σμα­τα πού ἀ­να­φέ­ρον­ται στό γε­γο­νός τῆς Σαρ­κώ­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ.

Δύ­ο τρο­πά­ρια εἶ­ναι κοι­νά γιά ὅ­λες τίς Ὧ­ρες: Τό τρο­πά­ριο «Ἀ­πε­γρά­φε­το πο­τέ.­.­.» πού μι­λᾶ γιά τήν ἀ­πο­γρα­φή καί τά πρό καί κα­τά τή Γέν­νη­ση γε­γο­νό­τα, καί τό προ­ε­όρ­τιο Κον­τά­κιο «Ἡ Παρ­θέ­νος σή­με­ρον τόν προ­αι­ώ­νιον Λό­γον.­.­.­»:
«Ἀ­πε­γρά­φε­το πο­τέ, σύν τῷ πρε­σβύ­τῃ Ἰ­ω­σήφ, ὡς ἐκ σπέρ­μα­τος Δαυ­ῒδ, ἐν Βη­θλε­έμ ἡ Μα­ριάμ, κυ­ο­φο­ροῦ­σα τήν ἄ­σπο­ρον κυ­ο­φο­ρί­αν. Ἐ­πέ­στη δέ και­ρός ὁ τῆς γεν­νή­σε­ως, καί τό­πος ἦν οὐ­δείς τῷ κα­τα­λύ­μα­τι. Ἀλ­λ’ ὡς τερ­πνόν πα­λά­τιον, τό Σπή­λαι­ον τῇ Βα­σι­λί­δι ἐ­δεί­κνυ­το. Χρι­στός γεν­νᾶ­ται, τήν πρίν πε­σοῦ­σαν, ἀ­να­στή­σων εἰ­κό­να».


«Ἡ Παρ­θέ­νος σή­με­ρον, τόν προ­αι­ώ­νιον Λό­γον, ἐν Σπη­λαί­ῳ ἔρ­χε­ται, ἀ­πο­τε­κεῖν ἀ­πορ­ρή­τως. Χό­ρευ­ε ἡ οἰ­κου­μέ­νη ἀ­κου­τι­σθεῖ­σα, δό­ξα­σον με­τά Ἀγ­γέ­λων καί τῶν Ποι­μέ­νων, βου­λη­θέν­τα ἐ­πο­φθῆ­ναι, παι­δί­ον νέ­ον, τόν πρό αἰ­ώ­νων Θε­όν».

Βρι­σκό­μα­στε στήν πα­ρα­μο­νή τῆς ἑ­ορ­τῆς, γι’ αὐ­τό καί τά τρο­πά­ρια εἶ­ναι προ­ε­όρ­τια, μᾶς προ­ε­τοι­μά­ζουν νά δε­χτοῦ­με τό με­γά­λο Μυ­στή­ριο τῆς Σαρ­κώ­σε­ως, ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τάς μας τό βά­θος τῶν γε­γο­νό­των καί τή ση­μα­σί­α τους γιά τή ζω­ή μας, ὅ­πως τό πα­ρα­κά­τω τρο­πά­ριο τῆς Α΄ Ὥ­ρας:
«Βη­θλε­έμ ἑ­τοι­μά­ζου, εὐ­τρε­πι­ζέ­σθω ἡ Φάτ­νη, τό Σπή­λαι­ον δε­χέ­σθω, ἡ ἀ­λή­θεια ἦλ­θεν, ἡ σκιά πα­ρέ­δρα­με. Καί Θε­ός ἀν­θρώ­ποις, ἐκ Παρ­θέ­νου πε­φα­νέ­ρω­ται, μορ­φω­θείς τό κα­θ’ ἡ­μᾶς, καί θε­ώ­σας τό πρόσ­λημ­μα. Διό Ἀ­δάμ ἀ­να­νε­οῦ­ται σύν τῇ Εὔ­α, κρά­ζον­τες, Ἐ­πί γῆς εὐ­δο­κί­α ἐ­πε­φά­νη, σῶ­σαι τό γέ­νος ἡ­μῶν».

Πα­ρου­σιά­ζει ὅ­μως καί τήν ἀν­θρώ­πι­νη δυ­σκο­λί­α νά κα­τα­νο­η­θεῖ αὐ­τό τό με­γά­λο, ἐ­ξαί­σιο θαῦ­μα πού κα­τε­βά­ζει τόν Θε­ό στή γῆ:
«Τά­δε λέ­γει Ἰ­ω­σήφ πρός τήν Παρ­θέ­νον. Μα­ρί­α, τί τό δρᾶ­μα τοῦ­το, ὅ ἐν σοί τε­θέ­α­μαι; ἀ­πο­ρῶ καί ἐ­ξί­στα­μαι, καί τόν νοῦν κα­τα­πλήτ­το­μαι! Λά­θρα τοί­νυν ἀ­π’ ἐ­μοῦ, γε­νοῦ ἐν τά­χει. Μα­ρί­α, τί τό δρᾶ­μα τοῦ­το, ὅ ἐν σοί τε­θέ­α­μαι; ἀν­τί τι­μῆς αἰ­σχύ­νην. Ἀν­τ’ εὐ­φρο­σύ­νης, τήν λύ­πην. Ἀν­τί τοῦ ἐ­παι­νεῖ­σθαι, τόν ψό­γον μοι προ­σή­γα­γες. Οὐκ ἔ­τι φέ­ρω λοι­πόν, τό ὄ­νει­δος ἀν­θρώ­πων. Ὑ­πό γάρ Ἱ­ε­ρέ­ων ἐκ τοῦ να­οῦ, ὡς ἄ­μεμ­πτον Κυ­ρί­ου σέ πα­ρέ­λα­βον. Καί τί τό ὁ­ρώ­με­νον;» (Δο­ξα­στι­κό Α΄ Ὥ­ρας)

Ὅ­μως ἡ πί­στη, ἡ ἔ­ρευ­να τῆς πί­στε­ως καί ἡ Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ μᾶς βο­η­θοῦν νά ἀ­πεγ­κλω­βι­στοῦ­με ἀ­πό τή στε­νή δι­α­δι­κα­σί­α τῶν λο­γι­κῶν δι­ερ­γα­σι­ῶν καί νά ἀ­νοι­χτοῦ­με στό θαῦ­μα:
«Ἰ­ω­σήφ, εἰ­πέ ἡ­μῖν, πῶς ἐκ τῶν ἁ­γί­ων ἥν πα­ρέ­λα­βες Κό­ρην, ἔγ­κυ­ον φέ­ρεις ἐν Βη­θλε­έμ; Ἐ­γώ φη­σί, τούς Προ­φή­τας ἐ­ρευ­νή­σας, καί χρη­μα­τι­σθείς ὑ­πό Ἀγ­γέ­λου, πέ­πει­σμαι, ὅ­τι Θε­όν γεν­νή­σει ἡ Μα­ρί­α ἀ­νερ­μη­νεύ­τως. Οὗ εἰς προ­σκύ­νη­σιν, Μά­γοι ἐξ Ἀ­να­το­λῶν ἥ­ξου­σι, σύν δώ­ροις τι­μί­οις λα­τρεύ­ον­τες. Ὁ σαρ­κω­θείς δι’ ἡ­μᾶς, Κύ­ρι­ε, δό­ξα σοι». (Δο­ξα­στι­κό Γ΄Ὥ­ρας)

Αὐ­τό τό ἄ­νοιγ­μα μᾶς βο­η­θᾶ νά κα­τα­νο­ή­σου­με ὅ­τι ἔ­χου­με κι ἐ­μεῖς θέ­ση μέ­σα σ’ αὐ­τό τό θαῦ­μα, μᾶς ὁ­δη­γεῖ νά βροῦ­με τόν τρό­πο νά ἑ­τοι­μα­στοῦ­με γιά νά γί­νου­με ἄ­ξιοι προ­σκυ­νη­τές τοῦ θεί­ου Βρέ­φους: νά γί­νου­με «μη­τέ­ρα καί ἀ­δελ­φοί Του», ὅ­πως γρά­φει ὁ Ἅ­γιος Συ­με­ών ὁ Νέ­ος Θε­ο­λό­γος:
«Δεῦ­τε πι­στοί ἐ­παρ­θῶ­μεν ἐν­θέ­ως, καί κα­τί­δω­μεν συγ­κα­τά­βα­σιν θε­ϊ­κήν ἄ­νω­θεν, ἐν Βη­θλε­έμ πρός ἡ­μᾶς ἐμ­φα­νῶς. Καί νοῦν κα­θαρ­θέν­τες, τῷ βί­ῳ προ­σε­νέγ­κω­μεν, ἀ­ρε­τάς ἀν­τί μύ­ρου, προ­ευ­τρε­πί­ζον­τες πι­στῶς, τῶν Γε­νε­θλί­ων τάς εἰ­σό­δους, ἐ­πί τῶν ψυ­χι­κῶν θη­σαυ­ρι­σμά­των, κρά­ζον­τες. Ἐν ὑ­ψί­στοις δό­ξα, Θε­ῷ τῷ ἐν Τριά­δι, δι’ οὗ ἐν ἀν­θρώ­ποις εὐ­δο­κί­α ἐ­πε­φά­νη, τόν Ἀ­δάμ ἐ­κλυ­τρώ­σα­σθαι, τῆς ἀρ­χε­γό­νου ἀ­ρᾶς ὡς Φι­λάν­θρω­πος» (Τρο­πά­ριο ΣΤ΄ Ὥ­ρας).

Μ’ αὐ­τόν τόν τρό­πο βι­ώ­νου­με τόν λει­τουρ­γι­κό χρό­νο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Ζοῦ­με τό πα­ρελ­θόν ὡς πα­ρόν. Ὁ χρό­νος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας εἶ­ναι ἐ­νια­ίος: πα­ρελ­θόν, πα­ρόν καί μέλ­λον εἶ­ναι ἑ­νω­μέ­να ἐν Χρι­στῷ. Τό δο­ξα­στι­κό τῆς Θ΄ Ὥ­ρας μᾶς εἰ­σά­γει σ’ αὐ­τήν τήν βι­ω­μα­τι­κή δι­ά­στα­ση τῶν Χρι­στου­γέν­νων:
«Σή­με­ρον γεν­νᾶ­ται ἐκ Παρ­θέ­νου, ὁ δρα­κί τήν πᾶ­σαν ἔ­χων κτί­σιν. Ρά­κει κα­θά­περ βρο­τός σπαρ­γα­νοῦ­ται, ὁ τῇ οὐ­σί­ᾳ ἀ­να­φής. Θε­ός ἐν φάτ­νῃ ἀ­να­κλί­νε­ται, ὁ στε­ρε­ώ­σας τούς οὐ­ρα­νούς πά­λαι κα­τ’ ἀρ­χάς. Ἐκ μα­ζῶν γά­λα τρέ­φε­ται, ὁ ἐν τῇ ἐ­ρή­μῳ Μάν­να ὀμ­βρί­σας τῷ Λα­ῷ. Μά­γους προ­σκα­λεῖ­ται, ὁ Νυμ­φί­ος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Δῶ­ρα τού­των αἴ­ρει, ὁ Υἱ­ός τῆς Παρ­θέ­νου. Προ­σκυ­νοῦ­μέν σου τήν Γέν­ναν Χρι­στέ. Δεῖ­ξον ἡ­μῖν καί τά θεῖ­ά σου Θε­ο­φά­νεια».
25 Χριστούγεννα
26 Δε­κεμ­βρί­ου – Σύ­να­ξη Θε­ο­τό­κου
Στήν λει­τουρ­γι­κή ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας συ­ναν­τοῦ­με τόν ὅ­ρο «Σύ­να­ξις». Με­τά ἀ­πό με­γά­λες ἑ­ορ­τές τῶν ση­μαν­τι­κῶν προ­σώ­πων τοῦ σχε­δί­ου τῆς Θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας (Χρι­στός, Πα­να­γί­α), τήν ἑ­πο­μέ­νη ἡ­μέ­ρα ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας τι­μᾶ μέ τήν «σύ­να­ξη» τό πρό­σω­πο ἤ τά πρό­σω­πα πού ὑ­πούρ­γη­σαν (δη­λα­δή ὑ­πη­ρέ­τη­σαν, ἔ­παι­ξαν κύ­ριο ρό­λο στό γε­γο­νός) τό μυ­στή­ριο.

Ἔ­τσι ἔ­χου­με: 
25 Μαρ­τί­ου: Εὐ­αγ­γε­λι­σμός – 26 Μαρ­τί­ου: Σύ­να­ξις Ἀρ­χαγ­γέ­λου Γα­βρι­ήλ, 
25 Δε­κεμ­βρί­ου: Χρι­στού­γεν­να – 26 Δε­κεμ­βρί­ου: Σύ­να­ξις Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου, 
6 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου: Βά­πτι­ση – 7 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου: Σύ­να­ξις Ἰ­ω­άν­νου Προ­δρό­μου, 
Κυ­ρια­κή Πεν­τη­κο­στῆς – Δευ­τέ­ρα Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, 
8 Σε­πτεμ­βρί­ου: Γέν­νη­σις Θε­ο­τό­κου – 9 Σε­πτεμ­βρί­ου: Σύ­να­ξις Θε­ο­πα­τό­ρων Ἰ­ω­α­κείμ καί Ἄν­νης.

Τήν ἑ­πο­μέ­νη τῶν Χρι­στου­γέν­νων ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας τε­λεῖ τήν «Σύ­να­ξιν τῆς ‘Υ­πε­ρα­γί­ας Δε­σποί­νης ἡ­μῶν Θε­ο­τό­κου». Τό συ­να­ξά­ρι τῆς ἡ­μέ­ρας δι­η­γεῖ­ται καί «Πε­ρί τῆς εἰς Αἴ­γυ­πτον φυ­γῆς τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου»:

Ὁ­ταν ὁ Ἡ­ρώ­δης πῆ­ρε τήν ἀ­πό­φα­ση νά θα­να­τω­θοῦν ὅ­λα τά παι­διά τῆς πε­ρι­ο­χῆς Βη­θλε­έμ ἀ­πό δύ­ο χρο­νῶν καί κά­τω, ἐμ­φα­νί­στη­κε σέ ὄ­νει­ρο στόν Ἰ­ω­σήφ Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου καί τοῦ εἶ­πε: «Σή­κω, πά­ρε τό Παι­δί καί τήν μη­τέ­ρα Του καί φῦ­γε καί πή­γαι­νε στήν Αἴ­γυ­πτο καί μεῖ­νε ἐ­κεῖ μέ­χρι νά σοῦ πῶ πά­λι τί θά κά­νεις».
Ἔ­φυ­γε, λοι­πόν, καί πῆ­γε στήν Αἴ­γυ­πτο ἡ Θε­ο­τό­κος μα­ζί μέ τό Θεῖ­ο Βρέ­φος καί τόν Ἰ­ω­σήφ ἀ­φ’ ἑ­νός μέν γιά νά ἐκ­πλη­ρω­θεῖ ἡ προ­φη­τεί­α πού ἔ­λε­γε «κά­λε­σα τόν Υἱ­ό μου ἀ­πό τήν Αἴ­γυ­πτο» καί ἀ­φ’ ἑ­τέ­ρου γιά νά κλεί­σει τά στό­μα­τα τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν. Αὐ­τό ση­μαί­νει τό ἑ­ξῆς: ἐ­άν δέν ἔ­φευ­γε θά συλ­λαμ­βα­νό­ταν τό Βρέ­φος καί ἤ θά φο­νευ­ό­ταν, ὁ­πό­τε θά ἐμ­πο­δι­ζό­ταν ἡ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρω­πί­νου γέ­νους ἤ, ἐ­άν σω­ζό­ταν γιά νά πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ τό σχέ­διο τῆς σω­τη­ρί­ας, τό­τε πολ­λοί θά ἰ­σχυ­ρί­ζον­ταν ὅ­τι ὁ Χρι­στός γεν­νή­θη­κε κα­τά φαν­τα­σί­αν καί δέν πῆ­ρε πραγ­μα­τι­κά ἀν­θρώ­πι­νη σάρ­κα. Δι­ό­τι, θά ἔ­λε­γαν, ἄν ἦ­ταν πραγ­μα­τι­κά ἄν­θρω­πος (μέ σάρ­κα ὅ­πως ἐ­μεῖς) δέν μπο­ροῦ­σε πα­ρά νά θα­να­τω­θεῖ μέ ξῖ­φος, πρᾶγ­μα πού τό ἰ­σχυ­ρί­στη­καν μερ­ι­κοί αἱ­ρε­τι­κοί πα­ρό­τι δέν στη­ρί­χτη­καν σέ συγ­κε­κρι­μέ­να ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα.

Γι’ αὐ­τούς, λοι­πόν, τούς δύ­ο λό­γους ἔ­φυ­γε καί πῆ­γε στήν Αἴ­γυ­πτο. Ἐ­πί πλέ­ον ὅ­μως καί γιά νά συν­τρί­ψει τά εἴ­δω­λα πού ἦ­ταν ἐ­κεῖ. Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό, ἀ­πο­φεύ­γον­τας, δη­λα­δή, τή σφα­γή ἀ­πό τόν Ἡ­ρώ­δη καί ἐ­πι­στρέ­φον­τας ἀρ­γό­τε­ρα, ἔ­μελ­λε νά σώ­σει ὁ­λό­κλη­ρη τήν οἰ­κου­μέ­νη μέ τή Σταύ­ρω­σή Του.

Οἱ ἀ­κο­λου­θί­ες τῆς ἡ­μέ­ρας εἶ­ναι πα­νο­μοι­ό­τυ­πες μέ τῶν Χρι­στου­γέν­νων, ἐ­νῶ, πρίν ἀπό τό Συ­να­ξά­ρι, ὁ Οἶ­κος τῆς ἑ­ορ­τῆς μᾶς πα­ρου­σιά­ζει θε­ο­λο­γι­κό­τα­τα τό με­γά­λο μυ­στή­ριο τῆς ἀ­ει­παρ­θε­νί­ας τῆς Θε­ο­τό­κου:
«Τόν ἀ­γε­ώρ­γη­τον βό­τρυν βλα­στή­σα­σα, ἡ μυ­στι­κή ἄμ­πε­λος ὡς ἐ­πί κλά­δων, ἀγ­κά­λαις ἐ­βά­στα­ζε, καί ἔ­λε­γε: Σύ εἶ καρ­πός μου, σύ εἶ ἡ ζω­ή μου. Ἀ­φ’ οὗ ἔ­γνων, ὅ­τι καί ὅ ἤ­μην εἰ­μί, σύ μου Θε­ός. Τήν γάρ σφρα­γῖ­δα τῆς Παρ­θε­νί­ας μου ὁ­ρῶ­σα ἀ­κα­τά­λυ­τον, κη­ρύτ­τω σε ἄ­τρε­πτον Λό­γον, σάρ­κα γε­νό­με­νον. Οὐκ οἶ­δα σπο­ράν, οἶ­δά σε λύ­την τῆς φθο­ρᾶς. Ἁ­γνή γάρ εἰ­μι, σοῦ προ­σελ­θόν­τος ἐξ ἐ­μοῦ. Ὡς γάρ εὗ­ρες, ἔ­λι­πες μή­τραν ἐ­μήν. Διά τοῦ­το συγ­χο­ρεύ­ει πᾶ­σα κτί­σις βο­ῶ­σά μοι, Χαῖ­ρε ἡ Κε­χα­ρι­τω­μέ­νη».
Κυ­ρια­κή με­τά τήν Χρι­στοῦ Γέν­νη­σιν
Σύμ­φω­να μέ τό τυ­πι­κό τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας ἡ πρώ­τη Κυ­ρια­κή με­τά τά Χρι­στού­γεν­να τι­μᾶ­ται μέ ἰ­δι­αί­τε­ρη ἀ­κο­λου­θί­α πού ψάλ­λε­ται ἀ­πό 26 ἕ­ως καί 31 Δε­κεμ­βρί­ου, ἀ­να­λό­γως τῆς ἡ­μέ­ρας πού τυ­χαί­νουν τά Χρι­στού­γεν­να.

Τό κον­τά­κιο καί ὁ Οἶ­κος τῆς ἑ­ορ­τῆς μᾶς πλη­ρο­φο­ροῦν γιά τά θε­ο­λο­γι­κά καί ἱ­στο­ρι­κά δε­δο­μέ­να τῆς ἑ­ορ­τῆς:
«Εὐ­φρο­σύ­νης σή­με­ρον, Δαυ­ῒδ πλη­ροῦ­ται ὁ θεῖ­ος, Ἰ­ω­σήφ τε αἴ­νε­σιν, σύν Ἰ­α­κώ­βῳ προ­σφέ­ρει. Στέ­φος γάρ τῇ συγ­γε­νεί­ᾳ Χρι­στοῦ λα­βόν­τες, χαί­ρου­σι, καί τόν ἀ­φρά­στως ἐν γῇ τε­χθέν­τα, ἀ­νυ­μνοῦ­σι καί βο­ῶ­σιν, Οἰ­κτίρ­μον σῶ­ζε τούς σέ γε­ραί­ρον­τας».

«Ἀ­πορ­ρή­τῳ βου­λῇ, τί­κτε­ται σαρ­κί ὁ ἄ­σαρ­κος. Πε­ρι­γρά­φε­ται νῦν σώ­μα­τι, ὁ ἀ­πε­ρί­γρα­πτος, καί σώ­ζει ἀ­τρέ­πτως τάς ἄμ­φω οὐ­σί­ας. Ἀρ­χήν λαμ­βά­νει ὁ φύ­σει ἄ­ναρ­χος, καί μό­νος ὑ­πέρ­χρο­νος, ὁ­ρᾶ­ται βρέ­φος, ὁ ὑ­περ­τέ­λει­ος, φέ­ρε­ται χερ­σίν, ὁ φέ­ρων τά σύμ­παν­τα. Διό τούς τού­του συγ­γε­νεί­ᾳ σε­μνυ­νο­μέ­νους, ὡς Θε­ός στέ­φει τῷ ἑ­αυ­τοῦ το­κε­τῷ. Οὕς δο­ξά­ζον­τες πί­στει, ἀ­σι­γή­τως ἐκ­βο­ῶ­μεν: Οἰ­κτίρ­μων σῶ­ζε τούς σέ γε­ραί­ρον­τας».

Τό Συ­να­ξά­ρι τῆς ἑ­ορ­τῆς μᾶς ἐ­νη­με­ρώ­νει ὅ­τι τε­λοῦ­με:
«Μνή­μη τῶν Ἁ­γί­ων καί δι­καί­ων Θε­ο­πα­τό­ρων, Ἰ­ω­σήφ τοῦ Μνή­στο­ρος τῆς Ἁ­γί­ας Παρ­θέ­νου Δε­σποί­νης ἡ­μῶν Θε­ο­τό­κου, Ἰ­α­κώ­βου τοῦ Ἀ­δελ­φοῦ τοῦ Κυ­ρί­ου, καί Δαυ­ῒδ τοῦ Προ­φή­του καί Βα­σι­λέ­ως»,

Ἐ­νῶ ἀ­κο­λου­θοῦν τά δί­στι­χα πού εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­να στούς τι­μω­μέ­νους ἀν­τι­στοί­χως:
«Τι­μῶ Ἰ­ω­σήφ Μνή­στο­ρα τῆς Παρ­θέ­νου,
Ὡς ἐ­κλε­γέν­τα φύ­λα­κα ταύ­της μό­νον.
Σύ τέ­το­κας παῖς, ἀλ­λ’ ἀ­δελ­φός Κυ­ρί­ου,
Τοῦ πάν­τα τε­κτή­ναν­τος ἐν λό­γῳ Μά­καρ.
Ἐ­γώ τί φή­σω, μαρ­τυ­ροῦν­τος Κυ­ρί­ου,
Τόν Δαυ­ῒδ εὗ­ρον, ὡς ἐ­μαυ­τοῦ καρ­δί­αν;»

Τό ὑ­πέ­ρο­χο δο­ξα­στι­κό τῶν αἴ­νων μᾶς μι­λᾶ γιά τήν ἐκ­πλή­ρω­ση τῆς προ­φη­τεί­ας τοῦ προ­φή­τη Ἰ­ω­ήλ πού σκι­ω­δῶς ἀ­να­φε­ρό­ταν στά γε­γο­νό­τα τῆς Ἐ­ναν­θρω­πή­σε­ως:
"Αἷ­μα καί πῦρ, καί ἀ­τμί­δα κα­πνοῦ, τέ­ρα­τα γῆς, ἅ προ­εῖ­δεν Ἰ­ω­ήλ. Αἷ­μα τήν Σάρ­κω­σιν, πῦρ τήν Θε­ό­τη­τα, ἀ­τμί­δα κα­πνοῦ, τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιον, τό ἐ­πελ­θόν τῇ Παρ­θέ­νῳ, καί κό­σμον εὐ­ω­διά­σαν. Μέ­γα τό μυ­στή­ριον, τῆς σῆς ἐ­ναν­θρω­πή­σε­ως, Κύ­ρι­ε δό­ξα σοι».
29 Δε­κεμ­βρί­ου
Αὐ­τή τήν ἡ­μέ­ρα ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας τι­μᾶ τήν «Μνή­μη τῶν ἁ­γί­ων Νη­πί­ων, τῶν ὑ­πό Ἡρώ­δου ἀ­ναι­ρε­θέν­των, χι­λιά­δων δε­κα­τεσ­σά­ρων». Τό δί­στι­χο τοῦ Συ­να­ξα­ρί­ου ἀ­να­φέ­ρει:
«Διά ξί­φους ἄ­ω­ρα μη­τέ­ρων Βρέ­φη, Ἀ­νεῖ­λεν ἐ­χθρός τοῦ βρε­φο­πλά­στου Βρέ­φους». Δη­λα­δή: «Μέ ξῖ­φος σκό­τω­σε νε­ο­γέν­νη­τα βρέ­φη μη­τέ­ρων, ὁ ἐ­χθρός τοῦ (θεί­ου) Βρέ­φους, πού εἶ­ναι ὁ Πλά­στης τῶν βρε­φῶν».

Τό ὑ­πό­μνη­μα τοῦ Συ­να­ξα­ρί­ου μᾶς ἐ­ξη­γεῖ ὅ­τι ὁ Ἡ­ρώ­δης σκέ­φτη­κε πώς ἄν σκό­τω­νε ὅ­λα τά παι­διά τῆς ἡ­λι­κί­ας πού ἐ­ξα­κρί­βω­σε ἀ­π’ τούς Μά­γους, δέν θά γλί­τω­νε ὁ μελ­λον­τι­κός Βα­σι­λιάς, οὔ­τε θά ἐ­πι­βου­λευ­ό­ταν τόν θρό­νο του.
Ἀλ­λά μά­ται­α κό­πια­σε ὁ πα­ρά­φρο­νας, δι­ό­τι δέν μπο­ροῦ­σε νά κα­τα­λά­βει ὅ­τι τή βου­λή (τό θέ­λη­μα) τοῦ Θε­οῦ ὁ ἄν­θρω­πος δέν μπο­ρεῖ νά τό ἐμ­πο­δί­σει. Ἔ­τσι σ’ ἐ­κεῖ­να μέν (τά βρέ­φη) προ­ξέ­νη­σε τήν Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν, στόν ἑ­αυ­τό του δέ «κό­λα­σιν αἰ­ώ­νιον».
Μ’ αὐ­τό τόν τρό­πο ὁ Ἡ­ρώ­δης ἔ­δω­σε στήν ἐκ­κλη­σί­α τούς πρώ­τους Μάρ­τυ­ρες, ὅ­πως το­νί­ζουν τά τρο­πά­ρια τῆς ἡ­μέ­ρας:
"Τῷ ἀ­χράν­τῳ σου τό­κῳ, Χρι­στέ ὁ Θε­ός, πρώ­τη θυ­σί­α γέ­γο­νε τά Νή­πια. Ἡ­ρώ­δης γάρ χει­ρώ­σα­σθαι, σέ τόν ἀ­χεί­ρω­τον βου­λη­θείς, ἠ­γνό­η­σε μαρ­τύ­ρων προ­σά­γων σοι χο­ρόν. Διό σε ἱ­κε­τεύ­ο­μεν τόν ἐ­ναν­θρω­πή­σαν­τα, σῶ­σαι τάς ψυ­χάς ἡ­μῶν."

"Μά­γοι ἐκ Περ­σί­δος φθά­σαν­τες, εἰς Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, τόν Ἡ­ρώ­δην ἐ­τά­ρα­ξαν. Καί μα­νείς ὁ δεί­λαι­ος, τά Νή­πια κα­τέ­σφατ­τεν. Ὡς βό­τρυ­ες δέ, Χρι­στῷ προ­σή­χθη­σαν, εἰ καί μη­τρώ­ων μα­ζῶν ἐ­σπά­σθη­σαν, οἱ Νε­ο­μάρ­τυ­ρες, τόν Ἡ­ρώ­δην πλή­ξαν­τες. Διό Χρι­στόν, πί­στει ἱ­κε­τεύ­ου­σιν, εἰς τό σω­θῆ­ναι ἡ­μᾶς."
1η Ἰ­α­νου­α­ρί­ου
Τῇ Α΄ τοῦ μη­νός Ἰ­α­νου­α­ρί­ου ἑ­ορ­τά­ζο­μεν τήν κα­τά σάρ­κα Πε­ρι­το­μή τοῦ Κυ­ρί­ου καί Θε­οῦ καί Σω­τῆ­ρος ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Οἱ στί­χοι ἀ­να­φέ­ρουν:
Χρι­στοῦ πε­ρι­τμη­θέν­τος, ἐ­τμή­θη Νό­μος.
Καί τοῦ Νό­μου τμη­θέν­τος, εἰ­σή­χθη Χά­ρις.

Τό Συ­να­ξά­ρι μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὅ­τι τήν κα­τά σάρ­κα πε­ρι­το­μή ὁ Κύ­ριος τήν κα­τα­δέ­χτη­κε σύμ­φω­να μέ τήν σχε­τι­κή δι­ά­τα­ξη τοῦ νό­μου τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης.

Στό­χος Του ἦ­ταν νά τη­ρή­σει τόν Μω­σα­ϊ­κό νό­μο, ἀλ­λά καί νά τόν ξε­πε­ρά­σει προ­χω­ρών­τας στήν ἐκ­πλή­ρω­ση τοῦ συμ­βο­λι­σμοῦ τῆς Πε­ρι­το­μῆς.
Ἡ Πε­ρι­το­μή ἦ­ταν τύ­πος, προ­τύ­πω­ση τοῦ Βα­πτί­σμα­τος, τῆς «πνευ­μα­τι­κῆς καί ἀ­χει­ρο­ποί­η­της πε­ρι­το­μῆς». Αὐ­τό ἐκ­φρά­ζουν καί τά τρο­πά­ρια τῆς ἑ­ορ­τῆς:
«Συγ­κα­τα­βαί­νων ὁ Σω­τήρ, τῷ γέ­νει τῶν ἀν­θρώ­πων, κα­τε­δέ­ξα­το σπαρ­γά­νων πε­ρι­βο­λήν. Οὐκ ἐ­βδε­λύ­ξα­το σαρ­κός τήν πε­ρι­το­μήν, ὁ ὀ­κτα­ή­με­ρος κα­τά τήν Μη­τέ­ρα, ὁ ἄ­ναρ­χος κα­τά τόν Πα­τέ­ρα. Αὐ­τῷ πι­στοί βο­ή­σω­μεν, Σύ εἶ ὁ Θε­ός ἡ­μῶν, ἐ­λέ­η­σον ἡ­μᾶς».

Ἀ­κό­μη μᾶς κά­νουν γνω­στό ὅ­τι ἐ­κεί­νη τήν ἡ­μέ­ρα, τήν ὄ­γδο­η ἀ­πό τή γέν­νη­ση, πῆ­ρε τό ὄ­νο­μά Του τό Βρέ­φος καί ὀ­νο­μά­στη­κε Ἰ­η­σοῦς.

Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας, κα­τ’ ἀ­να­λο­γί­αν, ἔ­χει εἰ­δι­κή ἀ­κο­λου­θί­α μέ τήν ὁ­ποί­α δί­νει τό ὄ­νο­μα στό νε­ο­γέν­νη­το βρέ­φος τήν ὄ­γδο­η ἡ­μέ­ρα ἀ­πό τήν γέν­νη­σή του. Ἡ εὐ­χή αὐ­τῆς τῆς ἀ­κο­λου­θί­ας μνη­μο­νεύ­ει τήν Πε­ρι­το­μή τοῦ Κυ­ρί­ου, ἀ­φοῦ αὐ­τή ἔ­γι­νε ὁ τύ­πος καί ὁ ὁ­δη­γός καί γιά τά ὀ­νο­μα­στή­ρια τῶν Χρι­στια­νῶν καί τήν «τύ­πω­σιν τοῦ Σταυ­ροῦ ἐν τῇ καρ­δί­ᾳ καί τῇ δι­α­νοί­ᾳ αὐ­τῶν».

«Δεῦ­τε τοῦ Δε­σπό­ρου τά ἔν­δο­ξα, Χρι­στοῦ ὀ­νο­μα­στή­ρια, ἐν ἁ­γι­ό­τη­τι πα­νη­γυ­ρί­σω­μεν. Ἰ­η­σοῦς γάρ θε­ο­πρε­πῶς, ἀ­νη­γό­ρευ­ται σή­με­ρον».

Ἔ­τσι εἶ­ναι φα­νε­ρό ὅ­τι δέν ἰ­σχύ­ει αὐ­τό πού νο­μί­ζουν πολ­λοί, ὅ­τι τό Βά­πτι­σμα γί­νε­ται γιά νά δο­θεῖ τό ὄ­νο­μα. Τό Ἅ­γιο Βά­πτι­σμα εἶ­ναι τό Μυ­στή­ριο πού μᾶς κα­θα­ρί­ζει καί μᾶς «φυ­τεύ­ει» στήν Ἐκ­κλη­σί­α γιά νά γί­νου­με μέ­λη Χρι­στοῦ. Τό ἀ­πο­λυ­τί­κιο τῆς ἑ­ορ­τῆς συ­νο­ψί­ζει θε­ο­λο­γι­κό­τα­τα:
«Μορ­φήν ἀ­ναλ­λοι­ώ­τως ἀν­θρω­πί­νην προ­σέ­λα­βες, Θε­ός ὤν κα­τ’ οὐ­σί­αν, πο­λυ­εύ­σπλαγ­χνε Κύ­ρι­ε. Καί Νό­μον ἐκ­πλη­ρῶν, πε­ρι­το­μήν, θε­λή­σει κα­τα­δέ­χῃ σαρ­κι­κήν, ὅ­πως παύ­σῃς τά σκι­ώ­δη, καί πε­ρι­έ­λῃς τό κά­λυμ­μα τῶν πα­θῶν ἡ­μῶν. Δό­ξα τῇ ἀ­γα­θό­τη­τι τῇ σῇ, δό­ξα τῇ εὐ­σπλαγ­χνί­ᾳ σου, δό­ξα τῇ ἀ­νεκ­φρά­στῳ Λό­γε συγ­κα­τα­βά­σει σου».
Τήν πρώ­τη ἡ­μέ­ρα τοῦ ἔ­τους, λό­γῳ τῆς μνή­μης τοῦ Με­γά­λου Βα­σι­λεί­ου, τε­λεῖ­ται ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α τοῦ Με­γά­λου Βα­σι­λεί­ου.
Πα­ρα­μο­νή Θε­ο­φα­νεί­ων (5 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου)

Αὐ­τή τήν ἡ­μέ­ρα τη­ροῦ­με αὐ­στη­ρή νη­στεί­α (χω­ρίς λά­δι) ὡς προ­ε­τοι­μα­σί­α γιά τήν με­γά­λη ἑ­ορ­τή τῶν Θε­ο­φα­νεί­ων. Τήν πα­ρα­μο­νή τῆς ἑ­ορ­τῆς τῶν Θε­ο­φα­νεί­ων ψάλ­λον­ται οἱ Με­γά­λες Ὧ­ρες τῆς ἑ­ορ­τῆς, ἀν­τί­στοι­χες μέ τῶν Χρι­στου­γέν­νων.
Σύμ­φω­να μέ τό Τυ­πι­κό, ἄν τά Θε­ο­φά­νεια τύ­χουν Κυ­ρια­κή ἤ Δευ­τέ­ρα, οἱ Ὧ­ρες ψάλ­λον­ται τήν Πα­ρα­σκευ­ή τό πρω­ί χω­ρίς Θεί­α Λει­τουρ­γί­α. Ἄν τύ­χουν ἀ­πό Τρί­τη ἕ­ως Σάβ­βα­το, οἱ Ὧ­ρες ψάλ­λον­ται τήν πα­ρα­μο­νή, μα­ζί μέ τόν Ἑ­σπε­ρι­νό τῆς Ἑ­ορ­τῆς καί τήν Θεί­α Λει­τουρ­γί­α τοῦ Με­γά­λου Βα­σι­λεί­ου.

Οἱ Με­γά­λες Ὧ­ρες τῶν Θε­ο­φα­νεί­ων πε­ρι­λαμ­βά­νουν ἀ­να­γνώ­σμα­τα καί τρο­πά­ρια σχε­τι­κά μέ τήν ἑ­ορ­τή. Κοι­νά τρο­πά­ρια ὅ­λων τῶν Ὡ­ρῶν εἶ­ναι τό Κον­τά­κιο καί τό «Ἀ­πε­στρέ­φε­το πο­τέ» (κα­τά τό «Ἀ­πε­γρά­φε­το πο­τέ» τῶν Χρι­στου­γέν­νων):
«Ἀ­πε­στρέ­φε­το πο­τέ, ὁ Ἰ­ορ­δά­νης πο­τα­μός, τῇ μη­λω­τῇ Ἐ­λι­σαι­έ, ἀ­να­λη­φθέν­τος Ἠ­λιού, καί δι­ῃ­ρεῖ­το τά ὕ­δα­τα ἔν­θεν καί ἔν­θεν. Καί γέ­γο­νεν αὐ­τῷ ξη­ρά ὁ­δός ἡ ὑ­γρά, εἰς τύ­πον ἀ­λη­θῶς τοῦ Βα­πτί­σμα­τος, δι’ οὗ ἡ­μεῖς τήν ρέ­ου­σαν, τοῦ βί­ου δι­α­πε­ρῶ­μεν δι­ά­βα­σιν. Χρι­στός ἐ­φά­νη, ἐν Ἰ­ορ­δά­νῃ, ἁ­γιά­σαι τά ὕ­δα­τα».
«Ἐν τοῖς ρεί­θροις σή­με­ρον τοῦ Ἰ­ορ­δά­νου, γε­γο­νώς ὁ Κύ­ριος, τῷ Ἰ­ω­άν­νῃ ἐκ­βο­ᾶ: Μή δει­λιά­σῃς βα­πτί­σαι με, σῶ­σαι γάρ ἥ­κω, Ἀ­δάμ τόν πρω­τό­πλα­στον».

Τά πε­ρισ­σό­τε­ρα τρο­πά­ρια ἀ­να­φέ­ρον­ται στό Βά­πτι­σμα τοῦ Κυ­ρί­ου ὡς ἀρ­χή καί βά­ση τοῦ δι­κοῦ μας βα­πτί­σμα­τος. Ὁ Κύ­ριος μέ τήν Βά­πτι­σή Του ἔρ­χε­ται νά σώ­σει τό ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος («Ἀ­δάμ τόν πρω­τό­πλα­στον»­), νά φω­τί­σει τή ζω­ή μας.
«Ὅ­τε πρός Αὐ­τόν ἐρ­χό­με­νος ὁ Πρό­δρο­μος, τόν Κύ­ριον τῆς δό­ξης, ἐ­βό­α θε­ω­ρῶν: Ἴ­δε, ὁ λυ­τρού­με­νος τόν κό­σμον πα­ρα­γέ­γο­νεν ἐκ φθο­ρᾶς. Ἴ­δε, ρύ­ε­ται ἡ­μᾶς ἐκ θλί­ψε­ως. Ἰ­δού, ὁ ἁ­μαρ­τη­μά­των ἄ­φε­σιν χα­ρι­ζό­με­νος, ἐ­πί γῆς ἐκ Παρ­θέ­νου Ἁ­γνῆς ἐ­λή­λυ­θε δι’ ἔ­λε­ον, καί ἀν­τί δού­λων, υἱ­ούς Θε­οῦ ἐρ­γά­ζε­ται, ἀν­τί δέ σκό­τους φω­τί­ζει τό ἀν­θρώ­πι­νον, διά τοῦ ὕ­δα­τος τοῦ Θεί­ου Βα­πτι­σμοῦ αὐ­τοῦ. Λοι­πόν δεῦ­τε συμ­φώ­νως αὐ­τόν δο­ξο­λο­γή­σω­μεν, σύν Πα­τρί καί Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι».
Μέ­γας Ἁ­για­σμός
Με­τά τίς Ὧ­ρες καί τήν Θεί­α Λει­τουρ­γί­α τοῦ Με­γά­λου Βα­σι­λεί­ου (ὅ­ταν τε­λεῖ­ται) ἤ με­τά τήν Θεί­α Λει­τουρ­γί­α τῆς πα­ρα­μο­νῆς τῶν Θε­ο­φα­νεί­ων, πρίν τήν ἀ­πό­λυ­ση, γί­νε­ται ἡ Ἀ­κο­λου­θί­α τοῦ Με­γά­λου Ἁ­για­σμοῦ.
Εἶ­ναι ἡ ἴ­δια Ἀ­κο­λου­θί­α πού τε­λεῖ­ται καί τήν ἡ­μέ­ρα τῶν Θε­ο­φα­νεί­ων, ἀλ­λά γιά πρα­κτι­κούς λό­γους τε­λεῖ­ται καί τήν πα­ρα­μο­νή γιά νά ἀρ­χί­σουν οἱ ἱ­ε­ρεῖς νά ἁ­γιά­ζουν τά σπί­τια. Δέν εἶ­ναι λοι­πόν Μι­κρός Ἁ­για­σμός, ἀλ­λά ὁ Μέ­γας Ἁ­για­σμός τῶν Θε­ο­φα­νεί­ων.

Ἡ μό­νη ἐμ­φα­νής δι­α­φο­ρά εἶ­ναι ὅ­τι τό πρῶ­το ἀ­π’ τά τρί­α μέ­ρη τῆς εὐ­χῆς τοῦ Με­γά­λου Ἁ­για­σμοῦ δι­α­βά­ζε­ται μυ­στι­κῶς τήν πα­ρα­μο­νή ἤ ἐκ­φώ­νως τήν ἡ­μέ­ρα τῆς ἑ­ορ­τῆς.

Ὁ Μέ­γας Ἁ­για­σμός γί­νε­ται μό­νο αὐ­τές τίς ἡ­μέ­ρες καί θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­νώ­τε­ρος ἀ­π’ τόν μη­νια­ῖο Μι­κρό Ἁ­για­σμό, δέν πρέ­πει ὅ­μως νά ὑ­περ­βάλ­λου­με δί­νον­τάς του τήν ἴ­δια ἀ­ξί­α μέ τήν Θεί­α Κοι­νω­νί­α. Τόν Με­γά­λο Ἁ­για­σμό τόν πί­νου­με πρίν τό ἀν­τί­δω­ρο (γι’ αὐ­τό τε­λεῖ­ται πρίν τήν ἀ­πό­λυ­ση).

Μπο­ροῦ­με νά τόν κρα­τοῦ­με ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει καί ἡ εὐ­χή: «ἔ­χοι­εν αὐ­τό πρός κα­θα­ρι­σμόν ψυ­χῶν καί σω­μά­των, πρός ἱ­α­τρεί­αν πα­θῶν, πρός ἁ­για­σμόν οἴ­κων, πρός πᾶ­σαν ὠ­φέ­λειαν ἐ­πι­τή­δει­ον». Τό ρῆ­μα «ἔ­χω» χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται σέ εὐ­κτι­κή δη­λώ­νον­τας ὅ­τι μπο­ροῦν «νά τό ἔ­χουν» ἤ κα­λύ­τε­ρα «εἴ­θε νά τό ἔ­χουν πρός.­.­.­».

Ἑ­πο­μέ­νως μπο­ρεῖ νά φυ­λάσ­σε­ται, ὅ­μως μέ ἰ­δι­αί­τε­ρη εὐ­λά­βεια, σέ εἰ­δι­κό χῶ­ρο καί μέ ἐμ­φα­νή ἔν­δει­ξη ὅ­τι πρό­κει­ται πε­ρί Με­γά­λου Ἁ­για­σμοῦ.

Ἡ ἄ­πο­ψη ὅ­τι δέν φυ­λάσ­σε­ται ὑ­πάρ­χει γιά λό­γους ἀ­σφα­λεί­ας καί προ­έρ­χε­ται ἀ­π’ τήν ἀ­προ­σε­ξί­α πολ­λῶν Χρι­στια­νῶν πού μπο­ρεῖ νά τό με­τα­χει­ρι­στοῦν μέ ἀ­σέ­βεια ἤ ἀ­κό­μη καί γιά ἀν­τί­χρι­στες χρή­σεις (μά­για κ.λπ.­).

Τό κα­λύ­τε­ρο εἶ­ναι νά ρω­τᾶ­με τόν πνευ­μα­τι­κό μας γιά τό θέ­μα, κι ἄν δέν ἔ­χου­με πνευ­μα­τι­κό, εἶ­ναι μί­α κα­λή εὐ­και­ρί­α νά ἀ­πο­κτή­σου­με!

Με­τά τόν Με­γά­λο Ἁ­για­σμό εἰ­σερ­χό­με­νοι στό να­ό ψάλ­λου­με:
«Ἀ­νυ­μνή­σω­μεν οἱ πι­στοί, τῆς πε­ρί ἡ­μᾶς τοῦ Θε­οῦ οἰ­κο­νο­μί­ας τό μέ­γε­θος. Ἐν γάρ τῷ ἡ­μῶν πα­ρα­πτώ­μα­τι, γε­νό­με­νος ἄν­θρω­πος, τήν ἡ­μῶν κά­θαρ­σιν κα­θαί­ρε­ται ἐν τῷ Ἰ­ορ­δά­νῃ, ὁ μό­νος κα­θα­ρός καί ἀ­κή­ρα­τος, ἁ­γιά­ζων ἐ­μέ καί τά ὕ­δα­τα καί τάς κε­φα­λάς τῶν δρα­κόν­των, συν­τρί­βων ἐ­πί τοῦ ὕ­δα­τος. Ἀν­τλή­σω­μεν οὖν ὕ­δωρ, με­τ’ εὐ­φρο­σύ­νης ἀ­δελ­φοί. Ἡ γάρ χά­ρις τοῦ Πνεύ­μα­τος, τοῖς πι­στῶς ἀν­τλοῦ­σιν, ἀ­ο­ρά­τως ἐ­πι­δί­δο­ται, πα­ρά Χρι­στοῦ τοῦ Θε­οῦ, καί Σω­τῆ­ρος τῶν ψυ­χῶν ἡ­μῶν».
6 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου
Η ἡ­μέ­ρα τῶν Θε­ο­φα­νεί­ων εἶ­ναι λαμ­πρό­τα­τη καί πα­νη­γυ­ρι­κή. «Σή­με­ρον τῶν ὑ­δά­των ἁ­γι­ά­ζε­ται ἡ φύ­σις.­.­.­», ψάλ­λει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας καί πραγ­μα­τι­κά, τά πο­τά­μια, οἱ λί­μνες, οἱ θά­λασ­σες τῆς πα­τρί­δας μας εἶ­ναι ἁ­γι­α­σμέ­να!

Εἶ­ναι ἡ γι­ορ­τή κα­τά τήν ὁ­ποί­α – πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό κά­θε ἄλ­λη – νι­ώ­θου­με τήν συμ­με­το­χή τῆς κτί­σης-φύ­σης καί τήν λάμ­πρυν­σή της ἀ­πό τό φῶς τῆς Τρι­ση­λί­ου θε­ό­τη­τος.

«Σή­με­ρον ἡ κτί­σις φω­τί­ζε­ται, σή­με­ρον τά πάν­τα εὐ­φραί­νον­ται, τά οὐ­ρά­νια ἅ­μα καί τά ἐ­πί­γεια. Ἄγ­γε­λοι καί ἄν­θρω­ποι συμ­μί­γνυν­ται. Ὅ­που γάρ Βα­σι­λέ­ως πα­ρου­σί­α, καί ἡ τά­ξις πα­ρα­γί­νε­ται. Δρά­μω­μεν τοί­νυν ἐ­πί τόν Ἰ­ω­άν­νην, πῶς βα­πτί­ζει Κο­ρυ­φήν, ἀ­χει­ρο­ποί­η­τον καί ἀ­να­μάρ­τη­τον».
Τά πάν­τα συμ­με­τέ­χουν καί ἁ­γι­ά­ζον­ται:
«Κύ­ρι­ε, πλη­ρῶ­σαι βου­λό­με­νος, ἅ ὥ­ρι­σας ἀ­π’ αἰ­ῶ­νος, ἀ­πό πά­σης τῆς κτί­σε­ως, λει­τουρ­γούς τοῦ μυ­στη­ρί­ου σου ἔ­λα­βες. Ἐκ τῶν Ἀγ­γέ­λων τόν Γα­βρι­ήλ, ἐκ τῶν ἀν­θρώ­πων τήν Παρ­θέ­νον, ἐκ τῶν οὐ­ρα­νῶν τόν Ἀ­στέ­ρα, καί ἐκ τῶν ὑ­δά­των τόν Ἰ­ορ­δά­νην. Ἐν ᾧ τό ἀ­νό­μη­μα τοῦ κό­σμου ἐ­ξεί­λη­ψας, Σω­τήρ ἡ­μῶν δό­ξα σοι».

Ἡ ἴ­δια ἡ κτί­ση μᾶς ὁ­δη­γεῖ πρός τόν Δη­μι­ουρ­γό:
«Ὅ­τε τῇ Ἐ­πι­φα­νεί­ᾳ σου ἐ­φώ­τι­σας τά σύμ­παν­τα, τό­τε ἡ ἁλ­μυ­ρά τῆς ἀ­πι­στί­ας θά­λασ­σα ἔ­φυ­γε, καί ὁ Ἰ­ορ­δά­νης κά­τω ρέ­ων ἐ­στρά­φη, πρός οὐ­ρα­νόν ἀ­νυ­ψῶν ἡ­μᾶς. Ἀλ­λά τῷ ὕ­ψει τῶν θεί­ων ἐν­το­λῶν σου, συν­τή­ρη­σον Χρι­στέ ὁ Θε­ός, πρε­σβεί­αις τῆς Θε­ο­τό­κου, καί ἐ­λέ­η­σον ἡ­μᾶς».

«Ἐ­πε­φά­νης σή­με­ρον τῇ οἰ­κου­μέ­νῃ καί τό φῶς σου, Κύ­ρι­ε, ἐ­ση­μει­ώ­θη ἐ­φ’ ἡ­μᾶς, ἐν ἐ­πι­γνώ­σει ὑ­μνοῦν­τάς σε. Ἦλ­θες, ἐ­φά­νης, τό Φῶς τό ἀ­πρό­σι­τον».

Σύναξης Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.